Γιατί το «χαίρετε, δεν είμαι πια για σας θνητός αλλά αθάνατος θεός»
και το <<κάποτε υπήρξα κοπέλα και νέος>>, όπως επίσης και η προσφορά στην Ολυμπία μιας πίτας με σχήμα βοδιού, που λέγεται πως είχε φτιάξει,
αποδεικνύουν πως συμφωνούσε με τον Πυθαγόρα.
Λένε κι άλλα πολλά γι' αυτούς που ακολούθησαν τον φιλοσοφικό τρόπο του Πυθαγόρα με τα οποία δεν χρειάζεται να ασχοληθώ τώρα, γιατί βιάζομαι να ολοκληρώσω την ιστορία μου.
Ο Απολλώνιος είχε
απόψεις ανάλογες με αυτούς και πλησίασε τη φιλοσοφία με τρόπο θεϊκότερο απ' ό,τι ο Πυθαγόρας, αποδείχτηκε ανώτερος από τους τυράννους και έζησε σε μια εποχή ούτε πολύ παλιά ούτε πολύ πρόσφατη. Οι
άνθρωποι ωστόσο δεν τον γνωρίζουν ακόμη από την αληθινή σοφία του που την άσκησε με ορθότητα και τρόπο φιλοσοφικό. Άλλοι τον επαινούν γι' αυτό, άλλοι για κείνο. Αλλοι, εξαιτίας της συναναστροφής του με τους Βαβυλώνιους μάγους, τους Ινδούς Βραχμάνες και τους Γυμνούς Αιγυπτίους, τον θεωρούν μάγο και τον διαβάλλουν κατηγορώντας τον πως έγινε σοφός με δόλο. Εν τούτοις, ο Εμπεδοκλής, ο Πυθαγόρας
ο ίδιος και ο Δημόκριτος, αν και συναναστράφηκαν με μάγους και είπαν πολλά υπερφυσικά, δεν θεωρήθηκαν μάγοι. Και ο Πλάτων, που πήγε στην Αίγυπτο και ανέμειξε τις θεωρίες των εκεί προφητών και ιερέων με τις δικές του, σαν τον ζωγράφο που προσθέτει χρώματα στα σκιαγραφήματά του, δεν θεωρήθηκε μάγος, αν και φθονήθηκε πολύ απ' τους ανθρώπους για τη σοφία του. Δεν μπορεί να κατηγορεί κανείς τον Απολλώνιο επειδή προαισθάνθηκε και προέβλεψε πολλά, διότι, τότε θα
έπρεπε να κατηγορηθεί και ο Σωκράτης για όσα γνώριζε εκ των προτέρων με τη βοήθεια του δαιμονίου του και ο Αναξαγόρας για όσα προέβλεπε. Ποιος δεν
γνωρίζει ότι ο Αναξαγόρας πήγε στην Ολυμπία σε εποχή μεγάλης ανομβρίας και μπαίνοντας στο στάδιο
καλυμμένος με προβιά προέβλεψε βροχή, είπε πως θα
γκρεμιστεί ένα σπίτι και δεν διαψεύστηκε, ότι η μέρα θα γινόταν
νύχτα και ότι κοντά στους Αιγός ποταμούς θα πέσουν πέτρες από τον ουρανό; Δεν επαληθεύτηκαν οι προφητείες
του; Ενώ αυτά τα θεωρούν ως δείγματα της σοφίας του Αναξαγόρα, από τον Απολλώνιο προσπαθούν να αφαιρέσουν την
ικανότητα πρόβλεψης με τη βοήθεια της σοφίας και λένε πως προέβλεπε με τη
βοήθεια κάποιας μαγικής τέχνης. Νομίζω πως δεν πρέπει να αδιαφορούμε για την άγνοια των
πολλών, αλλά να κάνουμε γνωστή την εποχή κατά την οποία ο
άνδρας αυτός είπε ή έπραξε κάτι , και τους φιλοσοφικούς
τρόπους που τον έκαναν να θεωρείται δαιμόνιος και θεϊκός. Μερικά από τα στοιχεία μου συγκεντρώθηκαν από τις πόλεις
που τον αγάπησαν, άλλα από ιερά στα οποία επανέφερε τους παραμελημένους πια θεσμούς, άλλα απ' όσα είπαν άλλοι γι' αυτόν και μερικά από επιστολές που εκείνος έστειλε σε βασιλείς, σοφιστές,
φιλοσόφους, στους Ηλείους, στους Δελφούς, στους
Ινδούς, στους Αιγυπτίους, σχετικές με τους θεούς, τους θεσμούς, τα ήθη και τους νόμους, όπου διόρθωνε οτιδήποτε ήταν εσφαλμένο. Τα πιο ακριβή στοιχεία τα συγκέντρωσα έτσι:
Υπήρξε ένας άνδρας, ο Δάμις, που δεν
ήταν άσοφος και κατοικούσε κάποτε στην αρχαία Νίνο. Αυτός υπήρξε μαθητής του Απολλώνιου και έγραψε σχετικά με τις περιοδείες του, στις οποίες λέει πως τον συνόδευσε κι ο ίδιος, και επίσης σχετικά με τις γνώμες, τις ομιλίες και τις προβλέψεις του. Κάποιος συγγενής του Δάμι, αυτά ταβιβλία του, που ήταν ακόμη άγνωστα, έκανε γνωστά στην αυτοκράτειρα Ιουλία. Σε εκείνης τον κύκλο
έτυχε να ανήκω επαινούσε
και ασπαζόταν όλους τους
ρητορικούς λόγους και γι' αυτό με διέταξε να αντιγράψω αυτές τις διατριβές και να δώσω ύφος λογοτεχνικό, γιατί ο καταγόμενος από τη Νίνο τις έγραψε με σαφήνεια, αλλά χωρίς δεξιοτεχνία.
Βρήκα
κατά τύχη και κάποιο βιβλίο του Μάξιμου του Αιγιέως, που περιλάμβανε όσα έκανε ο Απολλώνιος στις Αιγές, και επίσης τη διαθήκη του Απολλώνιου, απ' όπου μπορούμε να διαπιστώσουμε πως είχε κάτι το θεϊκό που τον ώθησε στη φιλοσοφία.
Δεν πρέπει να δίνουμε μεγάλη προσοχή στα τέσσερα
βιβλία που έγραψε ο Μοιραγένης για τον Απολλώνιο γιατί αγνοούσε πολλά σχετικά μ' αυτόν. Έχω πει λοιπόν πώς συγκέντρωσα τα διάσπαρτα τούτα στοιχεία και φρόντισα για τη σύνθεση τους. Η ιστορία ας είναι
απόδοση τιμής προς τον άνδρα για τον οποίο γράφτηκε και μακάρι να ωφελήσει τους φιλομαθείς διότι πραγματικά θα μάθουν πράγματα που ως τώρα αγνοούσαν.
Πατρίδα του Απολλώνιου ήταν τα Τύανα, Ελληνική πόλη της Καππαδοκίας. Ο πατέρας του είχε το ίδιο όνομα και καταγόταν από αρχαία γενιά που οι ρίζες της έφταναν ως τους οικιστές. Ήταν ο πλουσιότερος από τους συμπολίτες του, αν
και όλο το έθνος είναι πλούσιο. Όταν η μητέρα του Απολλώνιου επρόκειτο να τον γεννήσει, παρουσιάστηκε μπροστά της το φάντασμα του Αιγυπτίου δαίμονα Πρωτέα, για τον οποίο ο Όμηρος λέει πως άλλαζε μορφές. Χωρίς να φοβηθεί,
ρώτησε τι θα γεννήσει και εκείνος απάντησε «εμένα». «Ποιος είσαι συ;»
ρώτησε. «Ο Πρωτέας, ο Αιγύπτιος θεός», απάντησε. Δεν χρειάζεται να εξηγήσω ποιος ήταν στη σοφία ο Πρωτέας σε όσους έχουν διαβάσει τους ποιητές. Είχε διάφορες μορφές, που άλλαζαν συνέχεια, δεν ήταν δυνατόν να συλληφθεί και, όπως φαίνεται , γνώριζε και προέβλεπε τα πάντα. Πρέπει να έχουμε στον νου μας τον Πρωτέα, διότι στη διάρκεια της ιστορίας θ' αποδειχτεί ότι ο Απολλώνιος είχε την ικανότητα της πρόγνωσης περισσότερο από τον Πρωτέα και ξέφυγε
από πολλούς κινδύνους και δυσκολίες με μεγαλύτερη ευκολία σε περιπτώσεις που τον είχαν περιβάλει ασφυκτικά.
Λένε πως γεννήθηκε
σε λιβάδι, κοντά στο μέρος όπου
υπάρχει τώρα το ιερό του. Δεν πρέπει να αγνοούμε με ποιον
τρόπο γεννήθηκε. Όταν έφτασε η μητέρα του στην ώρα του
τοκετού, ονειρεύτηκε πως έπρεπε να πάει στο λιβάδι για να
μαζέψει λουλούδια.
Όταν έφτασε εκεί, μάζευαν λουλούδια
οι δούλες κι αυτή αποκοιμήθηκε στο
γρασίδι. Κάποιοι κύ
κνοι, που ζούσαν
εκεί, έστησαν χορό
γύρω της καθώς
κοιμόταν και σηκώνοντας
τα φτερά, όπως
συνηθίζουν,
έβγαλαν φωνή όλοι
μαζί —
έπνεε και ζέφυρος στο λιβάδι.
Εκείνη πετάχτηκε πάνω
από την ωδή
και γέννησε. Κάθε
έκπληξη μπορεί να
προκαλέσει πρόωρη γέννα.
Οι ντόπιοι
λένε πως τη
στιγμή που γεννήθηκε
δημιουργήθηκε κεραυ
νός που φαινόταν
πως θα πέσει
στη γη, όμως
έμεινε
μετέωρος και χάθηκε
ψηλά στον αιθέρα.
Με όλα αυτά,
νομίζω, οι θεοί ήθελαν να φανερώσουν και να προσημάνουν
τη δόξα του
άνδρα αυτού, την
ανωτερότητα του πάνω
σε
όλα τα γήινα και το
ότι είναι παρόμοιος με τους
θεούς.
Υπάρχει κοντά
στα Τύανα νερό
του Όρκιου Δία,
όπως λένε, και
το ονομάζουν Ασβαμαίο.
Η πηγή είναι
κρύα, όμως κοχλάζει
σαν καζάνι που
θερμαίνεται. Για
όσους κρατούν τους
όρκους τους είναι
ευμενές και γλυκό,
στους επίορκους
έρχεται αμέσως η τιμωρία.
Τους βλάπτει
στα μάτια, τα
χέρια και τα
πόδια, παθαίνουν υδρωπικία
και φθίση και
δεν μπορούν να
φύγουν, αλλά κρατιούνται
εκεί και θρηνούν μπροστά στο νερό ομολογώντας τις επιορ-
κίες τους. Οι ντόπιοι
θεωρούν τον Απολλώνιο γιο του
Δία,
όμως εκείνος ονομάζει
τον εαυτό του
γιο του Απολλώνιου.
Όταν έφτασε
στην ηλικία που
μαθαίνουμε γράμ
ματα, φάνηκε η ισχυρή μνήμη του και η αγάπη του για τη
μελέτη.
Χρησιμοποιούσε την Αττική
διάλεκτο και δεν
την
αλλοίωσε με τοπικούς
ιδιωματισμούς. Όλα τα
βλέμματα
στρέφονταν πάνω του
γιατί η ομορφιά
του δεν περνούσε
απαρατήρητη.
Όταν έγινε δεκατεσσάρων
χρόνων, ο πατέ
ρας του τον πήγε στους Ταρσούς κοντά στον Ευθύδημο από
τη Φοινίκη. Ο
Ευθύδημος, που ήταν
σπουδαίος ρήτορας,
τον εκπαίδευε και
ο Απολλώνιος υπάκουε
στον δάσκαλο
του, ενώ για τα ήθη
της πόλης έδειχνε δυσαρέσκεια και τα
θεωρούσε ακατάλληλα για φιλοσοφική ανατροφή. Διότι σε
κανένα άλλο μέρος δεν
υπήρχε περισσότερη τρυφή και όλοι
εκεί ήταν γεμάτοι χλευασμό και αλαζονεία και ενδιαφέρο
νταν για τα λινά
περισσότερο απ' όσο
οι Αθηναίοι για τη
σοφία. Κάθονταν στις όχθες του Κύδνου, που διασχίζει την
πόλη, σαν υδρόβια
πτηνά. Σε κάποια
επιστολή του ο Α
πολλώνιος τους είχε
πει: «Σταματήστε να μεθάτε
με το
νερό».
Παρακάλεσε λοιπόν τον
πατέρα του και
μετέφερε
τον δάσκαλο στις
κοντινές Αιγές, όπου
υπήρχε ησυχία
ευνοϊκή για ενασχόληση
με τη φιλοσοφία και
σπουδές
κατάλληλες για τους
νέους και ιερό
του Ασκληπιού, όπου
ο θεός εμφανιζόταν
στους ανθρώπους. Εκεί
ασχολούνταν
μαζί του με
τη φιλοσοφία Πλατωνικοί,
οπαδοί του Χρυ
σίππου και Περιπατητικοί. Είχε την
ευκαιρία να ακούσει
και την Επικούρεια
φιλοσοφία, που επίσης δεν απέρριπτε,
κυρίως όμως έδειχνε κάποια
μυστική έφεση στην
Πυθαγό
ρεια φιλοσοφία.
Δάσκαλο σ' αυτήν είχε κάποιον όχι ιδιαί
τερα σπουδαίο, ο οποίος
μάλιστα δεν εφάρμοζε τα φιλοσο
φικά της διδάγματα.
Ήταν λαίμαργος και φίλος των ερω
τικών ηδονών , σύμφωνα
με τη διδασκαλία
του Επίκουρου .
Ονομαζόταν
Εύξενος και καταγόταν
από την Ηράκλεια
του Πόντου - γνώριζε
την Πυθαγόρεια φιλοσοφία , . όπως
γνωρίζουν τα πουλιά
όσα μαθαίνουν α π '
τους ανθρώπους -
το «χαίρε » , το
«να ευτυχείς » , το «ο
Δίας να σε
ευνοεί» και
όλα τα παρόμοια
που εύχονται τα
πουλιά χωρίς να
ξέρουν
τι λένε και
χωρίς να έχουν
ανάλογα αισθήματα για
τους
ανθρώπους , αλλά απλώς
κουνούν τη γλώσσα
τους με ορι
σμένο τρόπο . Ό π ω ς
τα αετόπουλα , που όσο
είναι τα φτερά
τους αδύναμα , πετούν
γύρω • από τους γονείς
τους και
μαθαίνουν α π ' αυτούς
το π έ τ α γ μ α , όταν
όμως δυναμώ
σουν, πετούν πάνω
από τους γονείς
και κυρίως όταν
τους
βλέπουν να κατεβαίνουν
προς τη γη
εξαιτίας της λαιμαρ
γίας τους ή
παρασυρμένοι από την
τσίκνα , έτσι και ο
Απολλώνιος , όσο ήταν
παιδί , άκουγε τον
Εύξενο και ακο
λουθούσε τις συμβουλές
του . Ό τ α ν όμως
έγινε δεκαέξι
ετών ,
ακολούθησε πιστά τον
Πυθαγόρειο βίο , σπρωγμένος
από κάποια ανώτερη
δύναμη σ' αυτό
τον τρόπο ζωής .
Δεν
έπαψε να α γ α π ά
τον Εύξενο , όμως
ζήτησε από τον πατέρα
του ένα εξοχικό
σπίτι με όμορφους
κήπους και πηγές
και
του είπε : «Εσύ ζήσε
με τον τρόπο που θέλεις,
εγώ θα ζήσω
σύμφωνα με την
Πυθαγόρεια φιλοσοφία » .
Ο Εύξενος κατάλαβε πως ο Απολλώνιος θα ασχοληθεί με σπουδαία πράγματα και τον ρώτησε από πού θα αρχίσει. Εκείνος του απάντησε : «Από κει που αρχίζουν οι γιατροί, γιατί και κείνοι, καθαρίζοντας το στομάχι, κάποιους δεν τους αφήνουν να αρρωστήσουν και κάποιους άλλους τους γιατρεύουν ». Μετά απ' αυτά
απέφευγε τις έμψυχες τροφές γιατί τις θεωρούσε ακάθαρτες και βλαβερές για τον νου. Τρεφόταν με ξηρούς καρπούς και
λαχανικά που τα θεωρούσε
καθαρά όπως καθετί που παράγει η γ η.
Για το κρασί έλεγε π ω ς είναι καθαρό ποτό, διότι προέρχεται από φυτό
τόσο ήμερο για τους ανθρώπους, όμως το θεωρούσε βλαβερό για τη διανοητική ισορροπία γιατί θολώνει τον αιθέρα της ψυχής. Μετά απ' αυτή
την κάθαρση του οργανισμού του, έκανε στολίδι του την έλλειψη υποδημάτων και φορούσε μόνο λινά ρούχα εγκαταλείποντας όσα προέρχονται από ζώα. Αφησε τα μαλλιά να μακρύνουν και ζούσε μέσα στο ιερό. Προκάλεσε έκπληξη σε όσους ήταν στο ιερό και όταν κάποτε ο Ασκληπιός είπε σ' έναν ιερέα ότι χαίρεται να θεραπεύει τους αρρώστους έχοντας ως μάρτυρα τον Απολλώνιο, άρχισαν να έρχονται πολλοί από την Κιλικία και τις γύρω περιοχές στις Αιγές για να τον γνωρίσουν. Αυτό που λεγόταν στην Κιλικία «πού πας ; στον έφηβο ;» λεγόταν για κείνον και είχε γίνει παροιμιώδης φράση.
Αξίζει να
αναφέρουμε περιστατικά της
ζωής αυτού
του άνδρα , που
ήταν αγαπητός και
στους θεούς ακόμα ,
τα
οποία συνέβησαν στο
ιερό. Π ήγε κάποτε
στον Ασκληπιό
ένας νέος από
την Ασσυρία που
ήταν άρρωστος" αυτός
ζούσε —ή
καλύτερα πέθαινε — μέσα
στην τρυφή και τα
ποτά . Υπέφερε από
υδρωπικία και ευχαριστιόταν
με το
ποτό ,
αδιαφορώντας για την
απαλλαγή από τα
υγρά . Γι'
αυτό και ο
Ασκληπιός δεν τον
πρόσεχε και ούτε
στο ό ν ε ι ρ ο
Eμφανιζόταν . (Ο νεος παραπονιόταν γι αυτο και ετσι ο θεός
παρουσιάστηκε και του εί Απολλώνιο , θα γίνεις
καλά » . Πήγε λοιπόν
στον Απολλώνιο
και του είπε : «Τι
θα μπορούσα να
κερδίσω από τη
σοφία
σου; Ο Ασκληπιός
με διέταξε να
σε συναναστραφώ » . Ο
Απολλώνιος του είπε : «Θα
κερδίσεις αυτό που
για σένα
τώρα θα έχει
μεγάλη αξία . Χρειάζεσαι
υγεία ; » «Ναι , μα
τον Δία » , είπε . «Ο Ασκληπιός
την υπόσχεται , αλλά
δεν τη
δίνει» . «Μη βλασφημείς .
Τη δίνει σε
όσους τη θέλουν,
εσύ
όμως κάνεις τα
αντίθετα α π ' αυτά
που χρειάζονται για τη
θεραπεία της
αρρώστιας σου. Είσαι λαίμαργος , γεμίζεις
με
τροφές τα υγρά
και κατεστραμμένα σπλάχνα σου
και ανα
μειγνύεις με το
νερό λάσπη » . Μ'
αυτόν τον τρόπο
χρησμο
δοτούσε , νομίζω
, σαφέστερα από
τη σοφία του
Ηράκλει
του , ο οποίος
έπασχε από την
ίδια αρρώστια και
έλεγε με
τρόπο ακατανόητο
, κατά
τη γνώμη μου ,
και ασαφές π ω ς
πρέπει να βρεθεί
κάτι που θα
μετατρέπει το υγρό
σε ξη
ρό. Ο Απολλώνιος
θεράπευσε τον νέο
εξηγώντας τη σο
φία με σαφήνεια .
Ό τ α ν είδε
κάποτε πολύ αίμα
στον βωμό και
πάνω
του σφάγια , Αιγυπτιακά
βόδια και μεγάλα γουρούνια , που
κάποιοι τα έγδερναν
και κάποιοι τα
τεμάχιζαν , καθώς και
δύο χρυσά αγγεία
στολισμένα με θαυμάσια
Ινδικά πετρά
δια , πλησίασε τον
ιερέα και του είπε : «Κάποιος ευχαριστεί
τον θεό με
μεγαλοπρέπεια » . Ο ιερέας
του είπε : «Θα
π α
ραξενευτείς περισσότερο
, αν
μάθεις ότι αυτός
που κάνει
τέτοια θυσία δεν
ζήτησε τίποτε ακόμη
από τον θεό
ούτε
έμεινε εδώ τόσο
καιρό όσο άλλοι
ούτε γιατρεύτηκε ποτέ
από τον θεό
ούτε έχει αποκτήσει
ό,τι ηρθε να
ζητήσει ,
γιατί , όπως φαίνεται ,
μόλις χθες έφτασε
και κάνει αυτές
τις πλούσιες θυσίες .
Λέει π ω ς θα
κάνει πολύ μεγαλύτερες
θυσίες και μεγαλύτερες
προσφορές , αν τον
δεχτεί ο Ασκλη
πιός . Είναι πάρα
πολύ πλούσιος . Η
περιουσία του στην
Κιλικία
ξεπερνάει όλων των
άλλων μαζί . Παρακαλάει
τον θεό να
του ξαναδώσει το
ένα μάτι του
που έχει χά
σει» . Ο Απολλώνιος
έστρεψε τα μάτια
του στη γ η ,
όπως
συνήθιζε όταν είχε
γεράσει , και ρώτησε : « Π ώ ς τον
λένε;»
Ό τ α ν άκουσε την
απάντηση , είπε : «Νομίζω ,
ιερέα, π ω ς
δεν πρέπει να
δεχτείτε τον άνθρωπο
τούτο στο ιερό,
γιατί
έχει έρθει μιασμένος
και για ό,τι
έπαθε αιτία είναι
η ανη -
θικότητά του . Το
να θυσιάζει με
πολυτέλεια προτού ευ
εργετηθεί από τον
θεό, δεν ταιριάζει
σε κάποιον που
κάνει
θυσία, αλλά σε
αυτόν που θέλει
να απαλλαγεί από
τα
ανόσια και απεχθή
έργα του » . Τούτα
είπε ο Απολλώνιος
και ο Ασκληπιός
παρουσιάστηκε τη νύχτα
στον ιερέα και
του είπε : «Ο τάδε
να φύγει μαζί
με τα π ρ ά γ μ α τ α του ,
γιατί δεν είναι
άξιος να έχει
ούτε το άλλο
μάτι του » . Ο
ιερέας έκανε έρευνα
γι' αυτό τον
άνθρωπο και έμαθε
π ω ς η
γυναίκα του
Κίλικα εκείνου είχε
κόρη από τον
πρώτο γάμο
της , την οποία
αυτός ερωτεύτηκε και
είχε μαζί της σχέσεις
ακόλαστες και
μάλιστα φανερά . Η
μητέρα τους έπιασε
στο
κρεβάτι και ορμώντας
πάνω τους , έβγαλε
με τις πόρπες
της το ένα
μάτι του συζύγου
ενώ της κόρης
και τα δύο .
Φιλοσοφική άποψη
του Απολλώνιου ήταν
η αποφυ
γή υπερβολών στις
θυσίες και τα
αφιερώματα . Επειδή
κάποτε , μετά την
εκδίωξη του Κίλικα ,
συγκεντρώνονταν
περισσότεροι στο ιερό,
ρώτησε τον ιερέα : «Αραγε είναι
οι
θεοί δίκαιοι ; » «Δικαιότατοι » , του
είπε . «Συνετοί ; » «Υπάρχει κανείς πιο
συνετός από τους
θεούς;» «Γνωρίζουν
όσα συμβαίνουν στους
ανθρώπους ή δεν
έχουν ιδέα ;»
« Σ 'αυτό κυρίως πλεονεκτούν
οι θεοί » , απάντησε
ο ιερέας,
«σε σύγκριση με τους
ανθρώπους , ότι δηλαδή
οι άνθρωποι
εξαιτίας
αδυναμίας δεν γνωρίζουν
ούτε όσα τους
αφο
ρούν, ενώ οι
θεοί γνωρίζουν και
των ανθρώπων και τα
δικά τους » . « Ό λ
α αυτά ,
ιερέα » , είπε ο
Απολλώνιος , «εί
ναι άριστα και
αληθέστατα . Επειδή λοιπόν
ξέρουν τα π ά
ντα , νομίζω π ω ς
όποιος έρχεται στους
θεούς και ξέρει
π ω ς
είναι ενάρετος πρέπει
να κάνει την
εξής ευχή : Θεοί ,
δώστε
μου ό,τι πρέπει
να πάρω . Διότι
στους καλούς , ιερέα,
οφεί
λονται καλά , στους
κακούς τα αντίθετα ,
και οι θεοί,
που
ευεργετούν
εκείνον που θα
βρουν υγιή και απρόσβλητο από
την κακία , τον
στέλνουν πίσω αφού
τον στεφανώσουν , όχι
με χρυσά στεφάνια ,
αλλά με όλα τα καλά . Αντίθετα ,
όποιον
στιγματισμένο
και διεφθαρμένο δουν
τον εγκαταλείπουν
στην τιμωρία και
του δείχνουν οργή
τόσο πιο μεγάλη ,
οσο μεγάλο ήταν
και το θράσος
του να έρθει
στο ιερό
χωρίς να είναι
καθαρός » . Συνάμα , στρέφοντας
τα μάτια
του προς τον
Ασκληπιό , είπε : «Φιλοσοφείς
, Ασκληπιέ , την
άρρητη φιλοσοφία που
σου ταιριάζει , αν
δεν επιτρέπεις
στους κακούς να
έρχονται εδώ , ακόμη
κι αν σου
φέρνουν
όλα τα πλούτη
από τις Ινδίες
και τις Σάρδεις .
Αυτοί δεν
θυσιάζουν και δεν
αφιερώνουν για να
τιμήσουν τους θεούς ,
αλλά για να
εξαγοράσουν την τιμωρία ,
κάτι που δεν
επι
τρέπετε εσείς που
είστε δικαιότατοι » . Πολλές
παρόμοιες
φιλοσοφικές απόψεις
διατύπωσε στο ιερό,
όταν ήταν ακόμη
έφηβος .
Όσο ήταν
στις Αιγές , συνέβησαν
και άλλα : Την
Κιλικία
κυβερνούσε άνθρωπος αλαζόνας
και ανόσιος στον
έρωτα . Σ' αυτόν
έφτασε η φήμη
για την ομορφιά
του
Απολλώνιου .
Τότε παράτησε ό,τι
έκανε — ή τ α ν σε συνέ
λευση στους Ταρσούς —
και ξεκίνησε για
τις Αιγές , προ -
φασιζόμενος π ω
ς αρρώστησε κι
έχει ανάγκη τον
Ασκλη
πιό . Πλησίασε τον
Απολλώνιο που βάδιζε
μόνος του και
του είπε :
«Σύστησε με στον
θεό » . Ο Απολλώνιος
του είπε :
«Αν είσαι ενάρετος ,
γιατί χρειάζεσαι συστάσεις ;
Τους
σπουδαίους οι θεοί
τους καλοδέχονται και
χωρίς μεσολα
βητές » . «Εσένα ,
Απολλώνιε , ο θεός
σε έχει φιλοξενούμενο ,
εμένα όμως όχι
ακόμη » . «Με δέχτηκε » , είπε , «για
όση
αρετή μπόρεσα να
έχω ως νέος.
Υπηρετώ τον Ασκληπιό
και είμαι φίλος
του . Αν και
συ είσαι ενάρετος ,
πήγαινε με
θάρρος στον θεό
και ζήτα ό,τι
θέλεις » . «Μα τον Δία » ,
είπε ,
«κι αν προσευχηθώ
π ρ ώ τα σε σένα;» «Τι θα
προσευχηθείς
σε μένα;» ρώτησε . «Αυτό για
το οποίο πρέπει
να παρακα
λάμε τους όμορφους .
Τους ζητάμε να
μοιράζονται την
ομορφιά τους και
να μην την
αρνούνται » . Αυτά έλεγε
με
ερωτική διάθεση
, με
λάγνες ματιές και
όλα τα κουνήματα
των τόσο ασελγών
και χυδαίων . Τότε
ο Απολλώνιος τον
αγριοκοίταξε και του
είπε : «Είσαι τρελός , κάθαρμα » .
Ε
κείνος θύμωσε με
τα λόγια του
και τον απείλησε
π ω ς θα
του κόψει το
κεφάλι . 0 Απολλώνιος γέλασε
και είπε : «Ω !
εκείνη τη μέρα » .
Πραγματικά , μετά από
τρεις μέρες οι δήμιοι
σκότωσαν εκείνο τον
αλαζόνα στον δρόμο
με την κατηγορία ότι
μαζί με τον
Αρχέλαο , τον βασιλιά
της Καππαδοκίας , συνωμοτεί κατά
των Ρ ω μα ίω ν . Αυτά
και πολλά παρόμοια γράφτηκαν
από τον Μάξιμο
από τις Αί γες,
ο οποίος για τη
ρητορική του δεινότητα
κέρδισε αξίω μα ως γ ρ
α μ μ α τ έ α ς του βασιλιά .
Ό τ α
ν άκουσε
π ω ς έχει πεθάνει
ο πατέρας του ,
πήγε στα Τύανα
και τον έθαψε
με τα ίδια
του τα χέρια
κοντά στον τάφο
της μητέρας του ,
που και κείνη
είχε
πεθάνει πρόσφατα
. Τη
μεγάλη πατρική περιουσία
τη μοι
ράστηκε με τον
αδελφό του που
ήταν ακόλαστος και μέ
θυσος. Εκείνος ήταν
είκοσι τριών ετών
και δεν χρειαζόταν
επίτροπο , ενώ ο
Απολλώνιος ήταν είκοσι
και οι νόμοι
επέβαλαν να επιτροπεύεται . Γύρισε
στις Αιγές όπου
έμει
νε κάποιο καιρό
και μετέβαλε το
ιερό σε Λύκειο
και Ακα
δημία — γιατί
εκεί υπήρχε η
ηχώ κάθε φιλοσοφίας. Ε
πέστρεψε στα Τύανα ,
άνδρας πια και
κύριος του εαυτού
του . Ό τ α ν κάποιος
του είπε πως
έπρεπε να συνετίσει
τον
αδελφό του και
να αλλάξει τη συμπεριφορά του , απάντησε :
«Αυτό θα θεωρηθεί
θράσος . Ε γ ώ , που
είμαι νεότερος , π ώ ς
μπορώ να συνετίσω
τον μεγαλύτερο ; Πάντως
θα προσπα
θήσω να τον
γιατρέψω από τα πάθη
του όσο μπορώ » .
Του έδωσε λοιπόν το
μισό μερίδιο του ,
λέγοντας π ω ς εκείνος
χρειαζόταν
περισσότερα , ενώ ο
ίδιος λίγα . Στεκόταν
από
πάνω του και
τον συμβούλευε σοφά
προσπαθώντας να τον
σωφρονίσει και λέγοντας : «Ο
πατέρας μας που
μας ανά
θρεψε και μας
συμβούλευε έχει πεθάνει .
Απομείναμε εμείς
οι δύο , ο
ένας για τον
άλλον . Αν σφάλλω
σε κάτι , συμβού
λευσε με και
γιάτρεψε με' αν
σφάλλεις εσύ , να
με ανεχτείς
ως δάσκαλο » . Έ τ σ ι ,
όπω ς εκείνοι που
δάμαζαν τα ανυπά
κουα και ατίθασα
άλογα , τον οδήγησε
στην πειθαρχία και
τον απάλλαξε από
τα πολλά ελα ττώ μ α τα του .
Διότι είχε
πάθος με τα
ζάρια , το κρασί ,
διασκέδαζε με εταίρες ,
κό -
μπαζε για τα
μαλλιά του που
τα έβαφε , βαδίζοντας
εδώ κι
εκεί με ύφος
αλαζονικό . Αφού φρόντισε
τον αδελφό του ,
στράφηκε προς τους
άλλους συγγενείς . Μοίρασε
σε όσους
είχαν ανάγκη την
υπόλοιπη περιουσία του ,
κρατώντας
ελάχιστα για τον
εαυτό του .
Για
τον φιλόσοφο Αναξαγόρα από τις Κλαζομενές , που παρέδωσε τη γη και τα κτήματα του σε κοπάδια βοδιών και προβάτων , έλεγε πως η ενα
σχόληση του με
τη φιλοσοφία αποδείχτηκε
προς όφελος
μάλλον των ζώ ω ν
παρά των ανθρώπων .
Για τον Θηβαίο
Κράτη, που
έριξε την περιουσία
του στη θάλασσα ,
έλεγε
π ω ς ούτε για
τα πρόβατα ούτε
για τους ανθρώπους
απο
δείχτηκε ωφέλιμος
. Τότε
που ήταν δημοφιλής
ο λόγος του
Πυθαγόρα ότι δεν
πρέπει κανείς να
έχει σχέσεις με
άλλη
γυναίκα εκτός α π '
τη γυναίκα του ,
αυτό είπε π ω ς
ειπώ θη
κε από τον
Πυθαγόρα για τους
άλλους . Ο ίδιος
ποτέ δεν
παντρεύτηκε ούτε ποτέ
είχε κάποια ερωτική
επ α φ ή , ξε
περνώντας κι αυτό
που είχε πει
ο Σοφοκλής : γερνώντας
απαλλάχτηκα από τον
λυσσασμένο και άγριο
αφέντη. Ο
Απολλώνιος ήταν τόσο
ενάρετος και εγκρατής ,
ώστε ούτε
ως έφηβος νικήθηκε
από το πάθος
τούτο . Ό μ ω ς , π α ρ '
όλο
που ήταν νέος
και εύρωστος , είχε
τον έλεγχο και
δεν
υπέκυψε στον λυσσασμένο
αφέντη . Μερικοί , αντίθετα ,
τον συκοφαντούν π ω ς
είχε τέτοια πάθη
και εξαιτίας τους
έμεινε ένα χρόνο
στη Σκυθία , αυτόν
που ποτέ δεν π
ή γ ε στη
Σκυθία ούτε
παρασύρθηκε από ερωτικά π ά θ η .
Ούτε ο ίδιος
ο Ε υ φ ρ ά τη ς δεν
τον κατηγόρησε ποτέ
για φιληδονία , αν
και έχει γράψει
πολλές ψευτιές σε
βάρος του όπως
θα
δούμε πα ρα κά τω
, εκεί
όπου θα μιλήσουμε για
τον Ευφρά
τ η . Αυτός εχθρευόταν
τον Απολλώνιο επειδή
τον κατηγο
ρούσε π ω ς έκανε
τα πάντα για
το χρήμα και
προσπαθούσε
να τον απομακρύνει
από τη φιλαργυρία
και την καπηλεία
της φιλοσοφίας . Ό μ ω ς
αυτά ας τα
αφήσουμε να έρθουν
με
τη σειρά τους .
Ό τ α ν ρώτησε κάποτε ο Εύξενος τον Απολλώνιο γιατί δεν ασχολείται μετη συγγραφή αφού έχει σπουδαίες απόψεις και εκφραστική δεινότητα, του απάντησε: «Επειδή δεν σώπασα ακόμη » . Από κει ξεκινώντας έκρινε πως
πρέπει να τηρήσει σιωπή . Δεν μιλούσε, ομως τα μάτια του και ο νους διάβαζαν πολλά και περισσότερα απομνημόνευαν. Ακόμη κι όταν έγινε εκατό χρόνων, είχε ισχυρότερη μνήμη, ακόμα και από τον Σιμωνίδη. Για
τη μνήμη τραγουδούσε και ύμνο όπου έλεγε πως όλα μαραίνονται από τον χρόνο, όμως ο ίδιος ο χρόνος είναι αγέραστος και αθάνατος από τη μνημοσύνη. Όσο καιρό τηρούσε σιωπή, δεν ήταν
άχαρος στις συναναστροφές του, αλλά μιλούσε με την έκφραση των ματιών του και τα νεύματα των χεριών και του κεφαλιού. Ούτε φαινόταν αγέλαστος και σκυθρωπός, γιατί κρατούσε την ευγένεια και την αγάπη
προς τους φίλους. Αυτό τον τρόπο ζωής, που κράτησε πέντε χρόνια, τον χαρακτήριζε πολύ επίπονο, διότι δεν μιλούσε, ενώ είχε πολλά να πει, άκουγε πολλά που τον εξόργιζαν και έκανε πως δεν τα ακούει και, όταν ήθελε να επιπλήξει, έλεγε στον εαυτό του : «Κρατήσου
, καρδιά μου και γλωσσά μου ». Επίσης, οταν έφταναν στα αυτιά του προσβολές εναντίον του, εκείνο τον καιρό τις αντιπαρερχόταν .
Έ ν α μέρος των χρόνων της σιωπής το πέρασε
στην
Παμφυλία και ένα
μέρος στην Κιλικία .
Π α ρ ' όλο που
βρισκόταν
ανάμεσα σε τόσο
τρυφηλούς λαούς , πουθενά
δεν μίλησε ούτε
ποτέ έβγαλε την
παραμικρή φωνή . Ό σες
φορές έτυχε να
βρεθεί σε πόλη
που στασίαζε —πολλές
στασίαζαν τότε για
λόγους ασήμαντους — προχωρούσε
και
παρουσιαζόταν στη μέση
και τους απειλούσε
μάλιστα
με χειρονομίες και
με την έκφραση
του προσώπου του .
Τότε σταματούσε κάθε
φασαρία και όλοι
σιωπούσαν σαν
να βρίσκονταν σε
Μυστήρια . Βέβαια το
να ησυχάζει όσους
στασίαζαν για χορευτές
και άλογα μπορεί
να μην είναι
σπουδαίο κατόρθωμα
, διότι όσοι
δημιουργούν ταραχές
για τέτοια θέματα ,
όταν αντικρίσουν άνθρωπο
σοβαρό ,
κοκκινίζουν ,
συγκρατούνται και πολύ
εύκολα έρχονται
στα λογικά τους .
Ό τ α ν όμως μια
πόλη υποφέρει από λι
μό , δεν είναι
δυνατό να αλλάξει διάθεση και να ηρεμήσει με
ωραία και πειστικά
λόγια . Για τον
Απολλώνιο όμως , ακό
μα και σε
τέτοιες περιπτώσεις , και
η σιωπή ήταν
αρκετή .
Ό ταν έφτασε στην
πόλη Άσπενδο της
Παμφυλίας —είναι
η τρίτη πόλη
της περιοχής , χτισμένη
κοντά στον ποταμό
Ευρυμέδοντα —
οι άνθρωποι τρέφονταν
με ρόβια που
αγόραζαν για να
ζήσουν , γιατί οι
πλούσιοι είχαν κρύψει
το σιτάρι με
σκοπό να κερδοσκοπήσουν πουλώντας
το έξω
από την πόλη .
Όλοι οι άνθρωποι
κάθε ηλικίας είχαν
επα
ναστατήσει κατά του
άρχοντα και απειλούσαν
να τον κά
ψουν, αν και
είχε πάει ως
ικέτης στον βασιλικό
ανδριάντα
διότι τότε οι
ανδριάντες ήταν φοβερότεροι
και παρείχαν
περισσότερη
ασυλία και από
τον Δία της
Ολυμπίας .
Ή τ α ν ο ανδριάντας
του Τιβέριου , την
εποχή του οποίου
λένε π ω ς καταδικάστηκε
κάποιος ως ασεβής ,
γιατί χ τ ύ π η
σε τον δούλο
του που έφερε
πάνω του ασημένια
δραχμή με
την εικόνα του
Τιβέριου . Ο Απολλώνιος
πλησίασε τον
άρχοντα και τον
ρώτησε με το
χέρι , τι συμβαίνει .
Εκείνος
είπε π ω ς δεν
αδικεί κανέναν , όμως
αδικείται από τον
λαό
και , αν δεν
τον αφήσουν να
μιλήσει , θα χαθεί
μαζί με τον
λαό . Τότε ο
Απολλώνιος στράφηκε σε
όσους στέκονταν
γύρω και τους
είπε με νοήματα
π ω ς πρέπει να
τον ακού
σουν. Εκείνοι όχι
μόνο σώπασαν από
δέος γι' αυτόν ,
αλλά
άφησαν και τη
φωτιά στους εκεί
βωμούς . Ο άρχοντας πήρε
θάρρος και είπε : «Ο τάδε
και ο τάδε » —πρόσθεσε πολλούς
α κ ό μ η — «είναι αίτιοι
του λιμού , γιατί
μάζεψαν το σιτάρι
και το κρύβουν
σε διάφορα μέρη
της χώρας » . Επειδή οι
Ασπένδιοι
παρακινούσαν ο ένας
τον άλλον να
πάνε στα
χωράφια , ο Απολλώνιος
έκανε νόημα να
μην κάνουν κάτι
τέτοιο , αλλά να
καλέσουν τους ενόχους
και να βρουν
το
σιτάρι με τη
συγκατάθεση εκείνων . Ό τ α ν
ήρθαν , λίγο
έλειψε να σπάσει
τη σιωπή του
ο Απολλώνιος , συγκινημέ
νος από τα
δάκρυα του πλήθους — π α ι δ ι ά , γυναίκες
και
γέροντες
έκλαιγαν και έλεγαν
π ω ς παραλίγο θα
πέθαιναν
από την πείνα .
Ό μ ω ς , τιμώντας το
δόγμα της σιωπής ,
έδωσε στον άρχοντα
γραπτή την επίπληξη
για να τη διαβάσει. Έλεγε τα εξής: «Ο Απολλώνιος προς τους Ασπένδιους σιτοκάπηλους. Η γη είναι μητέρα όλων, κι είναι δίκαιη, όμως εσείς, που είστε άδικοι, τη θεωρήσατε μόνο δική σας κι αν δεν αλλάξετε τακτική, δεν θα σας αφήσω τόπο πάνω της να σταθείτε». Φοβήθηκαν μ' αυτά και γέμισαν την αγορά με σιτάρι. Έτσι η πόλη συνήλθε. Όταν πέρασαν τα χρόνια της σιωπής , επισκέφθηκε τη μεγάλη Αντιόχεια και πήγε στο ιερό του Δαφναίου Απόλλωνα, στον οποίο οι Ασσύριοι αποδίδουν τον Αρκαδικό μύθο. Λένε δηλαδή πως η κόρη του Λάδωνα Δάφνη εκεί μεταμορφώθηκε σε φυτό, γιατί και ποταμός Λάδων υπάρχει εκεί και το φυτό δάφνη τιμούν ιδιαιτέρως, αυτό στο οποίο μεταμορφώθηκε η κοπέλα. Το ιερό περιβάλλεται κυκλικά από πανύψηλα κυπαρίσσια και υπάρχουν εκεί πολλές ήσυχες πηγές, όπου λένε πως λούζεται ο Απόλλων. Εκεί λένε επίσης πως φύτρωσε το πρώτο κυπαρίσσι από κάποιον Κυπάρισσο που ήταν Ασσύριος έφηβος, και η μεταμόρφωση αυτή πιστοποιείται από την ομορφιά του δέντρου. Ίσως κάποιος θεωρήσει άσκοπες αυτές τις μυθολογικές μου αναφορές, όμως στην πραγματικότητα δεν ενδιαφέρομαι για τη μυθολογία. Τι σκοπό λοιπόν είχα; Το έκανα διότι, όταν είδε ο Απολλώνιος εκείνο το ιερό εκείνο μέρος, που ήταν όμορφο αλλά εντελώς απεριποίητο και γεμάτο ανθρώπους ημιβάρβαρους και ακαλλιέργητους, φώναξε: «Απόλλωνα, μετάβαλε αυτούς τους άφωνους σε δέντρα για να βγάζουν τουλάχιστον ήχους σαν κυπαρίσσια». Όταν
πήγε στις πηγές και είδε πόσο γαλήνια κυλούν, χωρίς καμιά να κελαρύζει, είπε: «Η αφωνία που επικρατεί εδώ ούτε στις πηγές δεν επιτρέπει να μιλούν». Και όταν είδε τον Λάδωνα, είπε: «Όχι μόνο η κόρη σου μεταμορφώθηκε, αλλά και συ, φαίνεται, από Έλληνας και Αρκάδας έγινες βάρβαρος». Όταν αποφάσισε να διδάξει, απέφευγε τα πολυσύχναστα και θορυβώδη μέρη, λέγοντας πως δεν χρειάζεται ανθρώπους αλλά άνδρες. Πήγαινε στα πιο σεμνά και έμενε σε όσα ιερά παρέμεναν ανοιχτά. Κατά την ανατολή του ήλιου έκανε ιεροτελεστίες μόνος του, στις οποίες παρευρίσκονταν μόνο όσοι είχαν κρατήσει σιωπή για τέσσερα χρόνια. Τον υπόλοιπο καιρό, αν η πόλη ήταν Ελληνική και οι ιεροτελεστίες γνώριμες, καλούσε τους ιερείς, συζητούσε για τους θεούς και τους διόρθωνε, αν είχαν κάπου παρεκτραπεί. Αν όμως ήταν βαρβαρικές και ιδιόρρυθμες, ρωτούσε ποιοι και γιατί καθιέρωσαν τα έθιμα και, αφού μάθαινε πώς γινόταν εκεί η λατρεία, έκανε προτάσεις, σε περίπτωση που σκεφτόταν κάτι σοφότερο απ' ό,τι γινόταν, και απευθυνόταν στους συνομιλητές του και τους προέτρεπε να ρωτήσουν ό,τι θέλουν. Έλεγε πως οι φιλόσοφοι σαν αυτόν πρέπει το πρωί να συνομιλούν με τους θεούς, όσο προχωρεί η μέρα να μιλούν για τους θεούς και κατόπιν να συζητούν για τις ανθρώπινες υποθέσεις. Συζητούσε αρκετή ώρα και απαντούσε σε όλες τις ερωτήσεις των συντρόφων του. Κατόπιν πήγαινε να μιλήσει δημόσια, ποτέ όμως πριν το μεσημέρι, αλλά όσο το δυνατόν περισσότερο, όσο ακόμα ήταν μέρα. Όταν έκρινε πως έχει μιλήσει αρκετά, αλειφόταν, τριβόταν και λουζόταν με κρύο νερό, γιατί έλεγε πως τα θερμά λουτρά γερνούν τους ανθρώπους. Επειδή τα θερμά λουτρά της Αντιόχειας είχαν κλείσει εξαιτίας μεγάλων ατοπημάτων είπε: «Επειδή είστε κακοί, ο βασιλιάς σας έδωσε τη δυνατότητα να ζήσετε περισσότερο». Επειδή οι Εφέσιοι ήθελαν να λιθοβολήσουν τον άρχοντα τους, επειδή δεν θέρμαινε τα δημόσια λουτρά, τους είπε:
«Εσείς κατηγορείτε τον βασιλιά, επειδή κάνετε άσχημα λουτρά, εγώ κατηγορώ εσάς επειδή κάνετε λουτρά». Στις ομιλίες του δεν χρησιμοποιούσε ύφος διθυραμβικό και πομπώδες, στολισμένο με ποιητικές εκφράσεις, ούτε γλώσσα εξεζητημένη και υπεραττικίζουσα — θεωρούσε αηδιαστική τη γλώσσα που ξεπερνά τη συνηθισμένη Αττική
— δεν λεπτολογούσε, δεν μακρηγορούσε, δεν τον άκουσε ποτέ κανείς να ειρωνεύεται ή να απευθύνεται στους ακροατές διδάσκοντας τους. Μιλούσε σαν από τρίποδα και έλεγε: «γνωρίζω», «μου φαίνεται», «τι κάνετε ;», «πρέπει να ξέρετε». Οι φράσεις του ήταν σύντομες με ξεκάθαρα νοήματα, κυριολεκτούσε πάντα, χρησιμοποιούσε φράσεις κατάλληλες για την κάθε περίπτωση και ό,τι έλεγε έμοιαζε με νόμους που ακούγονται από το στόμα βασιλιά. Όταν κάποιος λεπτολόγος τον ρώτησε γιατί δεν ερευνά, του είπε: «Επειδή ερεύνησα, όταν ήμουν νέος τώρα δεν πρέπει πια να ερευνώ, αλλά να διδάσκω όσα ανακάλυψα». «Πώς λοιπόν, Απολλώνιε, θα διαλέγεται ο σοφός;» τον ρώτησε στη συνέχεια. «Ως νομοθέτης, γιατί ο νομοθέτης», είπε, «πρέπει αυτά για τα οποία έχει πειστεί, να τα επιβάλλει στο πλήθος». Αυτές ήταν οι επιδιώξεις του στην Αντιόχεια και πήρε με το μέρος του ανθρώπους πολύ ακαλλιέργητους.
Μετά απ' αυτά σκέφτηκε να επιχειρήσει μακρινό ταξίδι. Θυμήθηκε το Ινδικό έθνος και τους σοφούς του που λέγονται Βραχμάνες και Τρκάνιοι και έλεγε πως οι νέοι πρέπει να ταξιδεύουν έξω από τα σύνορα της χώρας τους. Θεωρούσε σπουδαία ανακάλυψη την επίσκεψη στους μάγους που κατοικούν στη Βαβυλώνα και τα Σούσα και είχε την πρόθεση περνώντας από τη χώρα τους να σπουδάσει τα έθιμα τους. Ανακοίνωσε την απόφαση του στους μαθητές του που ήταν επτά. Αυτοί προσπάθησαν με συμβουλές να τον κάνουν ν' αλλάξει γνώμη, όμως ο Απολλώνιος τους είπε: «Έχω συμβούλους τους θεούς και σας ανακοίνωσα την απόφαση μου. Σας δοκίμασα για να δω αν έχετε τη δύναμη να με ακολουθήσετε. Αφού όμως είστε διστακτικοί, να είστε καλά και να φιλοσοφείτε», είπε, «εγώ όμως πρέπει να πάω εκεί όπου με οδηγούν η σοφία και το δαιμόνιο μου». Αφού είπε αυτά, έφυγε από την
Αντιόχεια μαζί με δύο δούλους που τους είχε απ' τον πατέρα του. Ο ένας απ' αυτούς ήταν ταχυγράφος και ο άλλος καλλιγράφος .
Στο Β' μέρος θα αποκαλυφθεί η Θεία Διδασκαλία της Μαγικής Φιλοσοφίας της Περιπλανητικής και η Περιπλάνηση του Απολλώνιου Τυανέα!