Η κριτική των
Αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων απέναντι στο δημοκρατικό καθεστώς και οι προτάσεις
τους για την Ιδεώδη Πολιτεία
Ένας
από τους συνήθεις ισχυρισμούς των σημερινών «προοδευτικών» και λοιπών «δημοκρατικών
δυνάμεων», είναι ότι ο Κοινοβουλευτισμός, αυτή η πλουτοκρατική ολιγαρχία
αγγλοσαξονικού τύπου, δεν είναι τίποτε άλλο από την μετεξέλιξη του αθηναϊκού
πολιτεύματος του 5ου π.Χ. αιώνος, δεν είναι δηλαδή παρά μία
«σύγχρονη μορφή» -καίτοι ατελής- της αρχαίας Αθηναϊκής δημοκρατίας…
Πρόκειται περί καταφανούς
ψεύδους, αλλά εδώ δεν θα εξετάσουμε για ποιους λόγους ο σημερινός
Κοινοβουλευτισμός ουδεμία σχέση δύναται να έχει με την δημοκρατία των Αθηνών
του «Χρυσού Αιώνος», γιατί οποιαδήποτε προσπάθεια συγκρίσεως μεταξύ των δύο
αυτών πολιτευμάτων θα προσέβαλλε βάναυσα την νοημοσύνη των αναγνωστών μας.
Θα επιχειρήσουμε όμως μία
συνοπτική παράθεση των απόψεων που είχαν οι ίδιοι οι πρόγονοί μας για την
λεγομένη «δημοκρατία», καθώς και για την ιδέα της «ισότητος» κι αυτό θα γίνει
για τον εξής λόγο: Από τα σχολεία ήδη μας μάθαιναν ότι η δημοκρατία είναι το
ύψιστο πολίτευμα που μόνο απ’ όλα τα άλλα κατοχυρώνει την ελευθερία εκφράσεως,
γνώμης και την ατομική ελευθερία. Μας έλεγαν δε, ότι οι Αρχαίοι Έλληνες
δημιούργησαν την έννοια της δημοκρατίας -δηλαδή την κυριαρχία του λαού- και την
εφήρμοσαν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο (χωρίς βεβαίως να μας διευκρινίζουν για
ποιους Αρχαίους Έλληνες ομιλούν, ποιας εποχής, ποιου αιώνος και ποιας
περιοχής…).
Επομένως,
σύμφωνα με την μανιχαϊστική λογική τους, κάθε κριτική απέναντι στο
κοινοβουλευτικό καθεστώς τους, ανάγεται σε… ανθελληνισμό, καθώς, όπως
προαναφέραμε, «η δημοκρατία είναι δημιούργημα των Αρχαίων Ελλήνων»!
Το δημοκρατικό
πολίτευμα και η Ελληνική Ιστορία
Έχουν όμως έτσι τα πράγματα;
Κατ’ αρχάς, το να ταυτίζουμε μία συνιστώσα του Ελληνισμού, ένα από τα πολλά
δημιουργήματά του, με τον ίδιο τον Ελληνισμό, δηλ. το να ταυτίζουμε την αρχαία
Αθηναϊκή δημοκρατία με το σύνολον της Ελληνικής Ιστορίας, αποτελεί μία μορφή
κατάφορης ισοπεδώσεως και αντιεπιστημονικής εξισώσεως.
Ποτέ
η δημοκρατία δεν απετέλεσε πολίτευμα συνυφασμένο με την Ιστορία και τους αγώνες
του Έθνους μας.
Στην πραγματικότητα, όλα τα μεγάλα πνεύματα του αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού
είχαν σαφέστατες αντιδημοκρατικές αντιλήψεις και με την σημερινή «πολιτικά
ορθή» ορολογία, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «φασιστικά». Όσον αφορά την
αρχαία Αθηναϊκή δημοκρατία, αυτή υπήρξε ένα φαινόμενο περιθωριακό, τόσο
χρονικώς (μερικές δεκαετίες του 5ου π.Χ. αι.), όσο και τοπικώς (μερικά
τετραγωνικά χιλιόμετρα στο λεκανοπέδιο της Αττικής). Συνεπώς, η δημοκρατία ήταν
η εξαίρεση του κανόνος και τίποτε παραπάνω.
Όπως εύστοχα είχε παρατηρήσει ο
μεγάλος λογοτέχνης Μ. Καραγάτσης στον «Κίτρινο Φάκελο»: «Η Αθηναϊκή Δημοκρατία ήταν η δικτατορία πενήντα χιλιάδων ομοτίμων
πολιτών επί τριών εκατομμυρίων συμμάχων, μετοίκων και δούλων. Επί πενήντα
χρόνια έτυχε οι 25.001 από αυτές τις πενήντα χιλιάδες να είναι άνθρωποι
έξυπνοι. Βιολογικό φαινόμενο καταπληχτικό και ανεπανάληπτο στην ιστορία. Από
την στιγμή όμως που οι 25.001 έξυπνοι έγιναν 24.999, οι 25.001 ηλίθιοι έφεραν
στην αρχή τον Κλέωνα, άνθρωπο στα μέτρα τους ακριβώς, κι η δημοκρατία ξαναβρήκε
τον συνεπή εαυτό της».
Το
Ελληνικό Έθνος μεγαλούργησε όχι με δημοκρατικό καθεστώς, αλλά υπό βασιλικά, μοναρχικά
και αριστοκρατικά πολιτεύματα.
Ο Ελληνισμός κατέκτησε τα πέρατα της Ασίας, καταλύοντας την άλλοτε κραταιά
Περσική αυτοκρατορία, όχι «εν δημοκρατία», αλλά με επί κεφαλής έναν… μονάρχη
–τον Μέγα Αλέξανδρο-, ο οποίος προηγουμένως είχε επιτύχει την διά της βίας
επιβληθείσα ένωση όλων των Ελλήνων, υπό τα δόρατα της Μακεδονικής φάλαγγας.
Επίσης, στα 1.100 χρόνια του Βυζαντίου, φυσικά και δεν είχαμε δημοκρατία, αφού
ίσχυε η «ελέω Θεού μοναρχία». Αυτό δεν σημαίνει ότι για χάριν των «δημοκρατών»
μας θα διαγράψουμε πάνω από μία χιλιετία δόξης, Πολιτισμού και κυριαρχίας του
αυτοκρατορικού Μεσαιωνικού Ελληνισμού! Τέλος, το Έθνος επέζησε και πορεύτηκε
στα μαύρα χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς, με την μνήμη και την προσδοκία ενός
Μαρμαρωμένου Βασιλιά, και όχι φυσικά ενός μαρμαρωμένου… προέδρου της
δημοκρατίας!!!
Αρχαίοι Έλληνες
φιλόσοφοι
Δεκάδες γνωστοί και άγνωστοι
πνευματικοί γίγαντες του Αρχαίου Ελληνικού κόσμου ήσαν απολύτως αρνητικοί προς
την «αρχή της πλειοψηφίας», που αποτελεί την ουσία της δημοκρατίας. Μεγάλοι
κλασσικοί Έλληνες φιλόσοφοι και ερευνητές, όπως ο Φιλόλαος, ο Ηράκλειτος, ο
Αριστοτέλης, ο Αρίσταρχος, ο Θαλής ο Μιλήσιος, ο Επίκουρος, ο Περίανδρος, ο
Εμπεδοκλής, ο Κλεόβουλος, είναι μάλλον άγνωστοι, ενώ το έργο τους παρουσιάζεται
στα σχολεία δυσνόητο και απόμακρο. Φυσικά, δεν είναι τυχαίο ότι όλοι αυτοί
εκδήλωσαν με έντονο τρόπο την κριτική και την αντίθεσή τους προς την
δημοκρατία.
Όπως ο Ηράκλειτος, ο «σκοτεινός φιλόσοφος» της Εφέσου, που εξήρε την αξία
της προσωπικότητος έναντι της μάζας, διακηρύττοντας το περίφημο «Εις εμοί μύριοι εάν άριστος η», δηλαδή
«ο ένας για μένα ισοδυναμεί με δέκα χιλιάδες αν είναι άριστος». Απεναντίας, η
περιφρόνησή του προς τους πολλούς ήταν δεδομένη: «οι πολλοί κακοί, ολίγοι δε αγαθοί».
Δεκάδες πνευματικοί άνθρωποι της
Αρχαίας Ελλάδος κατέληξαν προ πολλού στο συμπέρασμα ότι η ορθότης ή μη μίας
απόψεως δεν είναι δυνατόν να εξαρτάται εξ αντικειμένου από την βούληση της
οποιασδήποτε πλειοψηφίας (ποσότης) -όσο μεγάλη κι αν είναι αυτή-, αλλά στους
«επαΐοντες», που πιθανόν να αποτελούν την μειοψηφία (ποιότης) – ιδίως εάν αυτοί
είναι κατηρτισμένοι πάνω στο θέμα.
Πλείστοι εξ αυτών, ιδίως
φιλόσοφοι, εξέφρασαν σε ανύποπτο χρόνο τις αντιδημοκρατικές τους αντιλήψεις,
όπως ο Πυθαγόρας, ο Εμπεδοκλής, ο αριστοκρατικός Πλάτων και φυσικά ο διδάσκαλος
αυτού, ο Σωκράτης, για τις οποίες αντιδημοκρατικές του αντιλήψεις στιγματίσθηκε
και θανατώθηκε.
Ο Πλάτων, γνωστός και ως «ιδεολόγος της αριστοκρατίας» διεπίστωσε ότι
είναι αναπόφευκτο μέσα στα κράτη να
υπάρχουν «άρχοντες» και «αρχόμενοι», δηλαδή άνθρωποι που να κυβερνούν και
άνθρωποι που να κυβερνώνται: «άρχοντας
δε δη και αρχομένοις αναγκαίον εν ταις πόλεσιν είναι που». Ο Πλάτων
αρνήθηκε την πολιτική ισότητα και δίδαξε την αναγκαιότητα να κυβερνούν οι
«κρείττονες» και να κυβερνώνται οι «ήσσονες», γράφοντας στην σχετική παράγραφο
των «Νόμων»: «οίμαι τον κρείττονα μεν
άρχειν τον δε ήττω άρχεσθαι». Κατά τον ίδιο φιλόσοφο, ο ηθικώς υπερέχων
πρέπει να κυβερνά τον ηθικώς κατώτερο, ενώ απορρίπτεται η καθολική ισότητα και
εξειδικεύεται το στοιχείο της υπεροχής, τονίζοντας ότι εκείνος που αγνοεί
οφείλει να ακολουθεί και εκείνος που γνωρίζει να ηγείται και να άρχει: «έπεσθαι μεν τον ανεπιστήμονα κελεύον τον δε
φρονούντα ηγείσθαι τε και άρχειν».
Ο Πλάτων, στην «Πολιτεία» του,
παραθέτει την άποψη του Σωκράτους ότι η
τυραννία δεν δημιουργείται από κάποιο άλλο πολίτευμα, παρά από την δημοκρατία,
όπου από την ακραία ελευθερία έχει την προέλευσή της και η μεγίστη και ακόμα
αγριωτάτη δουλεία: «Εικότως τοίνυν,
είπον, ουκ εξ άλλης πολιτείας τυραννίς καθίσταται, εξ οίμαι της ακροτάτης
ελευθερίας δουλεία πλείστη τε και αγριωτάτη».
Ο Αριστοτέλης θεωρεί γεγονός δεδομένο την καταφρόνηση της γνώμης των
πολλών. Στα «Ηθικά Ευδήμεια» γράφει δεν πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν η
γνώμη των παιδιών (παιδαρίοις), των
αρρώστων (κάμνουσι), των παραφρόνων (παραφρονούσι) και των… πολλών (ομοίως δε
ταύταις ουδέ τας των πολλών) και εξηγώντας γιατί, καταλήγει στο ότι η μόνη
γνώμη που πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπ’ όψιν, είναι η γνώμη των σοφών (τας δε
των σοφών επισκεπτέον μόνας). Αν αυτό
δεν είναι ξεκάθαρη άρνηση της δημοκρατικής «ισότητος», τι άλλο μπορεί να είναι;
Ο ίδιος φιλόσοφος στα «Πολιτικά» σημειώνει ότι: «σε όλες τις κοινωνίες υπάρχει
το άρχον που από τη φύση του μπορεί να αντιλαμβάνεται, να προβλέπει, να
κατευθύνει» (εν ολίγοις να διοικεί) «και το αρχόμενο» που έχει την δυνατότητα
να εκτελεί.
Ο Ισοκράτης, ο πασίγνωστος ρήτωρ, ο οποίος μια ζωή ολόκληρη
αγωνίσθηκε για την ένωση των Ελλήνων και την υποταγή των βαρβάρων, αν και
επήνεσε κάποτε το δημοκρατικό πολίτευμα, σύντομα αντελήφθη το ποιόν του και
εστράφη προς την αριστοκρατία, η οποία μόνη κατάφερε να κάνει πραγματικότητα
την ιδέα του Πανελληνισμού. Απευθυνόμενος με επιστολή προς τον βασιλέα της
Κύπρου Νικοκλέα, μεταξύ πολλών άλλων του έγραφε ότι βάση της χρηστής πολιτείας
είναι οι άριστοι να κατέχουν τα αξιώματα: «οι
βέλτιστοι μεν τας τιμάς έξουσι» και τον προέτρεπε να δίνει ελευθερία λόγου
όχι σε όλους, αλλά σε όσους σκέφτονται ορθώς: «διδού παρρησίαν τοις ευ φρονούσιν».
Στον ανωτέρω ρήτορα ανήκει και
το εξής καταγγελτικό –αλλά και τόσο επίκαιρο- εναντίον της δημοκρατίας. Όπως
είχε πει χαρακτηριστικώς: «Η δημοκρατία
αυτοκαταστρέφεται, διότι κατεχράσθη το δικαίωμα, της ελευθερίας και της
ισότητος, διότι έμαθε τους πολίτες να θεωρούν την αυθάδεια ως δικαίωμα, την
αναίδεια του λόγου ως ισότητα και την αναρχία ως ευδαιμονία».
Τέτοιες απόψεις πολεμούνται και
καταδιώκονται. Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε μία ολόκληρη λίστα ονομάτων αρχαίων
ρητόρων, φιλοσόφων, πολιτικών κ.λπ. που τιμωρήθηκαν από την αθηναϊκή
δημοκρατία, άλλοτε με ήπιες (εξορία, φυλάκιση) και άλλοτε με σκληρότερες ποινές
(θάνατος) για τις αντιδημοκρατικές τους απόψεις. Η δημοκρατική ολιγαρχία
κατεδίωξε τους κήρυκές της από τότε, εξορίζοντας τον Αριστοτέλη, δολοφονώντας
τον Σωκράτη, καταδιώκοντας τον Πλάτωνα, τον Αριστοφάνη, τον Αισχύλο και όλες
εκείνες τις φωτεινές προσωπικότητες που ήσαν υπέρμαχοι μιας αριστοκρατικής
κοινωνίας και εχθροί της δημοκρατικής ολιγαρχίας.
Σήμερα το κατεστημένο προσπαθεί
να θάψει το έργο τους και τις απόψεις τους, αφού αποφεύγει και να διαλεχθεί
πάνω στις ιδέες τους, ομιλώντας μόνο για τον Περικλή που όμως αποφεύγουν και γι’ αυτόν να αναφέρουν ότι:
α) ανήκε σε αριστοκρατικών
φρονημάτων οικογένεια,
β) ήταν και ο ίδιος
αριστοκρατικός,
γ) πέρασε στο στρατόπεδο των
δημοκρατικών μόνο και μόνο για την πολιτική του ανέλιξη,
δ) όταν εξασφάλισε την εξουσία
παγίωσε ένα προσωποπαγές καθεστώς (σύμφωνα με τον Θουκυδίδη: «κατ’ όνομα μεν δημοκρατία τη πράξει δε ενός
ανδρός αρχή»).
Συνεπώς, είναι σχεδόν βέβαιον,
ότι αν οι προαναφερόμενοι αρχαίοι
Έλληνες διανοητές είχαν γεννηθεί σήμερα, οι απόψεις τους θα χαρακτηρίζονταν
«ακραίες» και «φασιστικές», ενώ οι ίδιοι θα ετίθοντο στο περιθώριο ως «εχθροί
της δημοκρατίας», «αντιδραστικοί» και… «νοσταλγοί του ολοκληρωτισμού»!
Ποιες όμως ήσαν οι προτάσεις
των προγόνων μας για την «Αρίστη Πολιτεία», το ιδεώδες εκείνο πολίτευμα που
μπορεί να εξασφαλίσει την ευδαιμονία, την αρετή και την ευημερία στους πολίτες
του;
Ελλήνων Αρίστη Πολιτεία
Κατά τους Αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους,
σκοπός της Πολιτείας –ως κρατικής οντότητος με ηθική βούληση- δεν ήταν απλώς η
εξασφάλιση της συμβιώσεως των πολιτών της, αλλά η κατ’ αρετήν συμβίωσή τους.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Αριστοτέλης
στα «Πολιτικά» του: «Των καλών άρα
πράξεων θετέον είναι την πολιτικήν κοινωνίαν, αλλά ου του συζήν».
Αυτή η περί Πολιτείας αντίληψη
είναι θεμελιώδης για την πολιτική σκέψη των Ελλήνων, αλλά και για τον Ελληνικό
Πολιτισμό εν γένει. Σε αυτή την βάση οικοδομήθηκαν όλα τα πολιτικά συστήματα
και πολιτεύματα, της αθηναϊκής δημοκρατίας περιλαμβανομένης.
Ως Πολιτεία δεν νοείται ένας
ένας άψυχος οργανισμός με μοναδική αποστολή την προσφορά υλικών υπηρεσιών προς
τους πολίτες, δίκην μιας μεγάλης εταιρείας παροχής εκδουλεύσεων. Η Πολιτεία
–όπως και το Εθνικό Κράτος αργότερα- αποτελεί έναν οργανισμό καταπληκτικής
ισχύος, μία ζώσα, σκεπτομένη δύναμη, η οποία κατευθύνει τον εθνικά ομοιογενή
λαό προς την πραγματοποίηση των διαχρονικών πεπρωμένων του.
Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, τα
πεπρωμένα αυτά πρέπει να εκφράζονται όχι επί της αφηρημένης πλειοψηφίας, αλλά
επί του προσώπου του Αρχηγού. Ο
Αρχηγός έχει αναδειχθεί όχι εξαιτίας του πλούτου, της κοινωνικής του θέσεως ή
των κομματικών φίλων του, αλλά εξαιτίας της Αρετής του. Όταν λοιπόν μια
προσωπικότητα συνδυάζει πολιτική Αρετή και Ιδεαλισμό, κατά τον Σταγειρίτη
φιλόσοφο, η προσωπικότητα αυτή ενσαρκώνει τον τύπο του «εκλεκτού», στον οποίο
όλοι οι άλλοι οφείλουν να υπακούουν ευχαρίστως: «πείθεσθαι τω τοιούτω πάντας ασμένως» («Πολ.» Γ΄).
Πέραν τούτων, ο Αριστοτέλης
θεωρεί ως παντός άλλου «δικαιότατον» να επαναστατούν οι υπερέχοντες εκλεκτοί,
όταν οι πολιτικές εξουσίες και τα αξιώματα ανατίθενται σε αναξίους: «πάντων δε
δικαιότατα μεν αν στασιάζοιεν» (Ε΄, Ι-1301), θεωρώντας αλλού επικίνδυνο το
σύστημα εκλογής των κυβερνώντων από πρόσωπα που ορίσθηκαν δι’ εκλογής (Β΄,
6-1226α), ως είθισται σήμερα στον Κοινοβουλευτισμό.
Το «Όμαιμον» ως
βασικό δομικό στοιχείο της Πολιτείας
Σε όλα ανεξαιρέτως τα αρχαία
ελληνικά πολιτεύματα, είτε ονομάζονται «δημοκρατικά», είτε «μοναρχικά», είτε «αριστοκρατικά»,
κυρίαρχος είναι ο Δήμος. Ο «δήμος» στην Αρχαία Ελλάδα δεν είχε καμμία σχέση με
τον σύγχρονο ισοπεδωτικό ορισμό της «κοινωνίας των πολιτών», «ανεξαρτήτως
φυλής, εθνικότητας, θρησκείας» κ.ο.κ. Απεναντίας είχε περιεχόμενο σαφέστατα
Εθνικό και Φυλετικό. Ο Δήμος είναι οργανική κοινότης σε βιολογική βάση (κοινή
καταγωγή). Σ’ αυτόν ανήκουν τα δικαιώματα, τα οποία δεν είναι αναφαίρετα, αλλά
ανακλητά.
Παρά
την προπαγάνδα των σημερινών ημιμαθών πολιτικάντηδων περί των «της ημετέρας
παιδείας μετεχόντων», η φυλετική καταγωγή ήταν βασικό στοιχείο για την ιδιότητα
του πολίτου. Δεν
θα επεκταθούμε στην άκρως «ρατσιστική» πολιτική της ολοκληρωτικής Σπάρτης, εδώ
απλώς θα αναφέρουμε την σπουδαιότητα του «ομαίμου» για την αθηναϊκή δημοκρατία.
Είναι γνωστό λ.χ., ότι στην
δημοκρατική Αθήνα των δεκαετιών προ του Πελ/κού πολέμου, για να λάβει κάποιος
την ιδιότητα του πολίτου, έπρεπε να έχει και τους δύο γονείς του Αθηναίους
ελευθέρους.
Συνεπώς, η ιδιότης και η
λειτουργία του πολίτου απορρέουν απ’ την γέννησή του και όχι φυσικά από την
πολιτογράφησή του (ή την παροχή σ’ αυτόν… πράσινης κάρτας!). Ο πολίτης
γεννιέται –δεν γίνεται. Για παράδειγμα, ο Λυσίας, παρά την προσφορά της
οικογένειάς του στην πόλη των Αθηνών, τις σχέσεις της με τον Περικλή και την
δική του φήμη, δεν έγινε ποτέ πολίτης.
Μόνον η γέννηση εντός της
Κοινότητος ομαίμων δημιουργεί «πολίτη» και μόνον αυτή επικυρώνει τα πολιτικά
δικαιώματα κάποιου. Μέχρι κι ο πανίσχυρος Περικλής δεν κατόρθωσε να νυμφευθεί
την Ασπασία, λόγω της μη-αθηναϊκής καταγωγής της (ήταν Μιλησία). Αναγκάσθηκε μάλιστα,
με την μεταρρύθμιση του 431 π.Χ., να καταστήσει ακόμη σκληρότερο τον σχετικό
νόμο, σύμφωνα με τον οποίο, για να θεωρηθεί κάποιος πολίτης, έπρεπε να έχει και
τους δύο γονείς του Αθηναίους («εξ αμφοίν αστοίν γονέοιν»).
Συμπεραίνουμε ότι, ενώ η
σύγχρονη κοινότης είναι απλώς νομική («πίστη στο… Σύνταγμα») και ο κάθε
αλλόφυλος μπορεί να εισχωρήσει σ’ αυτήν, υπογράφοντας απλώς κάποιες… αιτήσεις,
η κοινότης στην Πολιτεία των Ελλήνων ήταν φυσική, θεμελιωμένη στο στοιχείο του
«ομαίμου» -απαραίτητο στοιχείο για την σφυρηλάτηση συνοχής και ομοψυχίας μεταξύ
των μελών μιας κοινωνίας.
Η ισότης
Όπως είδαμε, δεκάδες Αρχαίοι
Έλληνες διανοητές, μεταξύ των οποίων οι Ηράκλειτος, Πλάτων, Αριστοτέλης κ.ά.
αρνούνταν με κάθε τρόπο την ιδέα της «ισότητος», απορρίπτοντάς την ως
εξωπραγματική και αφύσικη. Απεναντίας, εδέχοντο την ανισότητα ως προϊόν φυσικού
νόμου.
Κατά
την Ελληνική Κοσμοθεώρηση, θεμελιώδης αρχή κάθε Πολιτείας (και της
δημοκρατικής), δεν είναι η ισότης, αλλά η δυνατότητα συμμετοχής. Ως προς τούτο, η Πολιτεία για
τους Έλληνες ήταν και όφειλε να είναι εκλεκτική. Στην αθηναϊκή δημοκρατία, επί
παραδείγματι, πολίτες μπορούσαν να είναι μόνον οι «επίλεκτοι». Κι αυτοί ήσαν οι
«αυτόχθονες», άρρενες, ελεύθεροι, υγιείς, ενήλικοι, μη απωλέσαντες την ιδιότητα
του πολίτου ως αντικοινωνικοί, «ομοφυλόφιλοι», λιποτάκτες ή/και φυγόστρατοι.
Εδώ πρέπει να επισημάνουμε πως, σε αντίθεση με το σημερινό όργιο των
«αντιρρησιών συνειδήσεως», η έννοια του πολίτου στην Αρχαιότητα είχε άμεση
συνάφεια προς την εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων. Τούτο αποδεικνύεται
ετυμολογικώς, με τον γλωσσικό αναγραμματισμό του πολίτου-οπλίτου.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σε
σύνολο 450 χιλιάδων των Αθηνών του «χρυσού αιώνος», οι πολίτες περιορίζοντο
γύρω στις 20 χιλιάδες, εκ των οποίων οι μισοί και πλέον δεν μετείχαν στις
συνελεύσεις, επειδή υπηρετούσαν στον στόλο ή διέμεναν μακρυά.
Ακόμη και υπ’ αυτές τις
συνθήκες, όμως, οι Αρχαίοι Έλληνες διανοητές δεν ήσαν ικανοποιημένοι. Ο
Πολύβιος γράφει ότι η ισότης ψήφου προϋποθέτει ένα εκλογικό σώμα αποτελούμενο
αποκλειστικώς από σοφούς («Ιστορίαι» VI, 56), ενώ ο Αριστοτέλης
διευκρινίζει ότι η ίδια η εκλογή των αρχόντων διά ψήφου, αποτελεί εφαρμογή
αριστοκρατικής αρχής, αφού, αν όντως όλοι οι πολίτες είναι ίσοι, η ανάδειξη θα
έπρεπε να γίνεται με κλήρο!
Η Ελευθερία
Στην πολιτική σκέψη των
προγόνων μας, ανεξαρτήτως του πολιτικού μοντέλου που θαύμαζαν, η «ελευθερία»
νοείτο ως δικαίωμα του να ανήκει κάποιος στην κοινότητα, όχι όπως σήμερα ως
χειραφέτηση από αυτήν. Ελευθερία δεν ήταν η δυνατότης αποδεσμεύσεως του ατόμου
από την κηδεμονία της πόλεως (βλ. «αναρχισμός») ή από τους καταναγκασμούς που
αυτή επιβάλλει, αλλά το δικαίωμα να ανήκει στην πόλη και έτσι να μετέχει στις
υποθέσεις της. Επομένως, το άτομο δεν είναι αυθύπαρκτος φορέας «αναφαίρετων
δικαιωμάτων», αλλά, αντιθέτως, έξω από τα όρια της πόλεως στερείται αυτών των
δικαιωμάτων (ο δούλος, ο εξόριστος, ο μέτοικος, ο φυγάς).
Η
Ελευθερία έγκειται στην συμμετοχή, όχι στην ατομική αυτονομία. Η συμμετοχή ασκείται
αποκλειστικώς μέσα στα πλαίσια του Δήμου και συνδέεται με την εκ γενετής ένταξη
σ’ αυτόν, καθώς και με την διά βίου εξάρτηση από αυτόν. Για τους Έλληνες, η
θέληση ενός ατόμου να μην ανήκει στην «πόλιν» δεν αποτελεί δείγμα ελευθερίας,
αλλά μια ανούσια τάση αυτό-υποδουλώσεως.
Διότι η Ελευθερία είναι κτήμα
συλλογικό, ενός συνόλου «ομαίμων, ομογλώσσων, ομοθρήσκων και ομοτρόπων»
ανθρώπων. Γι’ αυτό και η υποχρέωση προασπίσεως της πόλεως και του πατρογονικού
εδάφους (της «πατρίδος γαίας» κατά Όμηρον), είναι η μεγαλύτερη απόδειξη
Ελευθερίας, η μεγίστη Αξία, πάνω στην οποία βασίστηκαν όλα τα αρχαιοελληνικά
πολιτεύματα, ολόκληρο το οικοδόμημα του Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού.
Επίλογος
Το πώς αντιλαμβάνονταν οι
Αρχαίοι πρόγονοί μας την Αρίστη Πολιτεία, δεν είναι δυνατόν να εξαντληθεί στις
γραμμές αυτού του περιοδικού. Αυτό που πρέπει να εξαχθεί ως συμπέρασμα εκ των
ανωτέρω, είναι ότι οι Ελληνικές αντιλήψεις περί Πολιτείας εκφράζουν έναν λαό
φυλετικά ομοιογενή, με πολιτιστική συνοχή και έντονο πολιτικό συναίσθημα.
Οι πολίτες δεν γίνονται τέτοιοι,
υπογράφοντας κάποιο «κοινωνικό συμβόλαιο», αλλά συνιστούν μια άρρηκτη κοινότητα
συναισθημάτων, αξιών, κοσμοθεωρίας, βιοαντιλήψεως –καταστάσεις εκπορευόμενες
απ’ την κοινή καταγωγή. Έτσι, δύνανται να λαμβάνουν αποφάσεις συλλογικώς, κατά
τρόπο άμεσο, χωρίς μεσάζοντες.
Ο
σύγχρονος εκμαυλισμένος Κοινοβουλευτισμός και οι αντιλήψεις του εκφράζουν έναν
λαό ανομοιογενή, αποπροσανατολισμένο, χωρίς εθνική συνείδηση και κοινό τόπο
βιώσεως. Εξ ου και η ανάγκη μεσαζόντων, «αντιπροσώπων», «εκπροσώπων» και
λοιπών… απροσώπων.