Ευγονική Πολιτεία Σωκράτους
Θα πρέπει ο αναγνώστης να γνωρίζει ότι η Αρχαία Ευγονική
άποψη του Σωκράτη στην Πολιτεία του Πλάτωνος αλλά και η Αρχαία Πνευματική
Πολιτεία της Σαννυάσα δεν έχει καμμία σχέση με το Ανήθικο Ψεύδος της <<ευγονικής>>
που αναπτύχθηκε από το 1800 και μετα από τον Άγγλο φυσιοδίφη και εξαδέλφου του
μέγιστου αντιεπιστημονικού ψεύδους Δαρβίνου, Φράνσις Γκάλτον. Από το οποίο
ψεύδος γεννήθηκε η παραμόρφωση της Ευγονικής σκοτεινών στοών για να επιβληθούν
οι σκοτεινές δυνάμεις στον Πνευματικό Άνθρωπο.
Η ευγονική είναι η παράλληλη κοινωνική, ηθική, πολιτισμική,
πολιτική ή άλλη υπόστασή του ανθρώπου
και της Πολιτείας του. Και όχι αντίθετη με αυτά, όπως οι σκοτεινες δυνάμεις
θέλουν μέσο του γεννετικού dna να την οδηγήσουν, για να προκαλούν τα ασήμαντα ανόητα θολοκουλτουριάρικα
παπαγαλάκια τους να την κατακρίνουν, εφόσον κι άλλη μια λέξη και την έννοια της υπονομεύουν και αμαυρίζουν, καθώς παπαγαλίζουν ψευδός και προδοτικός ότι το υπόβαθρο της ευγονικής αρχίζει
από τον φυσιόδιφη Φρανσις Γκαλτον και τις απόψεις του.
Πρίν Οδηγηθούμε στο κομμάτι της Ευγονικής του Σωκράτη στην Πλατωνική Πολιτεία, ας
δούμε τι λέει εν γράφως και εμπεριστατωμένα μετά της τεκμηριώσεως της θεώρησης αυτής του Σωκράτη ομοιάζουσας
με τα αρχαία κείμενα της Σαννυάσας, φθάνωντάς την στην Πραγματική της διάσταση
δηλαδή της Πνευματικής Ευγονικής πανω σε
χιλιάδες Σαννυάσινς ο Παραμαχαμσα Σατυαναντα Σαρασουάτι.
Έτσι ο αναγνώστης να μπορεσει αργότερα διαβάζωντας παρακάτω τα επίμαχα σημεία της Πολιτείας να αντιληφθει και να συνδιάσει της ομοιότητες στα καθοριστικά σημεία της Αρχαίας Παγκόσμιας Φιλοσοφίας για την Εκπαίδευση της Ψυχής μέσα σε ενα ιδανικο περιβάλλον που θα της επιτρέψει να θυμηθει ποιά πραγματικά είναι και τι ήρθε να διετελέσει.
''Με την Ταντρική αντίληψη της Σαννυάσα, την φιλοσοφία σας μπορείτε
να επηρεάσεται τα γονίδια. Αν είστε απερίσκεπτος/η οικογενειάρχης, έχετε μια ορισμένη
ποιότητα γονιδίων, και μπορείτε να παράγετε μόνο αυτόν τον τύπο παιδιού. Η ιδέα
της Σαννυάς δεν θα ανατείλλει στον νού σας, εκτός αν είστε ένας βαθύς στοχαστής.
Την στιγμή που ανατέλει η ιδέα της Σαννυάς, τα γονίδια αρχίζουν να αλλάζουν
και αυτά τα γονίδια είναι υπεύθυνα για το ποιόν του παιδιού. Αν υπήρχε μια φυλή
από Ταντρικούς Σαννυάσινς, το επίπεδο συνειδητότητας ολόκληρου του πληθυσμού θα
ανέβαινε και αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό.
Σαν γονείς, χρειάζεται να καταλάβουμε ένα ζωτικό παράγοντα. Το παιδί μπορεί να
γεννήθηκε από τη δική μας σάρκα και αίμα, αλλά έχει το δικό του νού και δική
του ψυχή. Έχει το δικό του Κάρμα και το δικό του πεπρωμένο, κι άσχετα με το τι
λέμε ή κάνουμε, αυτό θα ενεργήσει σύμφωνα με εκείνο. Το πεπρωμένο του είναι
προσχεδιασμένο κι εμείς είμαστε απλώς το όχημα ή το όργανο μέσω του οποίου αυτό
έρχεται στον κόσμο για να το εκπληρώσει.
Βέβαια, λόγω του στενού δεσμού μεταξύ γονιού και παιδιού, αυτό πραγματικά έχει
αγάπη και προσκόλληση για εμάς, οι δεσμοί πραγματικά υπάρχουν, αλλά εξακολουθεί
να έχει το δικό του πεπρωμένο, κι εμείς δεν μπορούμε, και δεν πρέπει να
επιβάλλουμε τις απόψεις μας σ’ αυτό.
Από τη στιγμή που το παιδί γεννηθεί, είναι πολύ αργά να
σκεφτούμε τι θέλουμε να γίνει αυτό. Μην προσπαθείτε να γίνει προέκταση του Εγώ σας.
Μην προσπαθείτε να εκφράσετε τις φιλοδοξίες σας δια μέσου των παιδιών σας. Τα
Κάρμας του είναι ήδη καθορισμένα, και η ζωή του θα είναι έκφραση εκείνων των
Κάρμας που αυτό έχει φέρει μαζί του. Ο καιρός για να σκεφτούμε γύρω από την ποιότητα
του παιδιού είναι πρίν από τη σύλληψη. Αυτή είναι η στιγμή που μπορούμε να
προσπαθήσουμε να καλέσουμε μια ευγενική και φωτισμένη ψυχή να γεννηθεί στην οικογένειά
μας.
Μόνο οι ψυχές με ανώτερη επίγνωση είναι ελεύθερες να
διαλέξουν την κοιλιά που θα εισέλθουν, και μια εξελιγμένη ψυχή θα εισέλθει μόνο
αν η ατμόσφαιρα και η επίγνωση ταιριάζει με το πνευματικό πλαίσιο του νού του. Όπως
ένας άνθρωπος με γούστο και ανώτερες αρχές, δεν θα επισκεφθεί ένα περιβάλλον
που του είναι αποκρουστικό, με τον ίδιο τρόπο, μια διακεκριμένη ψυχή διαλέγει
προσεκτικά το μέρος της νέας της γέννησης. Γι αυτό, αν θέλετε να δημιουργήσετε πιο
εξελιγμένα παιδιά, θα χρειαστεί να αναπτύξετε την εσωτερική σας επίγνωση κι
αντίληψη σε μεγαλύτερο βαθμό. Ένας Κάρμα Σαννυάσιν, σαν μια ανθρώπινη ύπαρξη
που είναι περισσότερο υπεύθυνη και πιο φωτισμένη, θα πρέπει να θεωρεί καθήκον
και προνόμιο του να φέρει ανώτερες ψυχές στον κόσμο.
Για να αναπτύξετε το δυναμικό στο παιδί σας, χρειάζεται
πρώτα να αναπροσανατολίσετε τις απόψεις σας σχετικά με αυτό. Μην προσπαθήσετε
να το εντάξετε στο καλούπι που εσεις νομίζετε καλύτερο. Ανακαλύψτε τι
προσπαθεί αυτό να γίνει ή ελπίζει να πετύχει. Μην το μπερδεύετε και μην του
κάνετε πλύση εγκεφάλου με όλες τις μεγαλεπήβολες ιδέες σας για τη ζωή. Οί ιδέες
σας μπορεί να είναι προκατειλημμένες και οι συμβουλές σας μολυσμένες από τις δικές
σας νίκες και ήττες. Είστε απλώς ο φύλακας του παιδιού σας. Θα πρέπει να είστε
εκεί όταν σας χρειάζεται.
Στο Άσραμ, τα παιδιά αφήνονται να αναπτυχθούν ελεύθερα και ανεξάρτητα, χωρίς
καμμία ανάμιξη απ’ τους ενήλικους. Βέβαια, τρέφονται, ντύνονται και
φροντίζονται, αλλά θεωρούνται σαν άτομα κι όχι σαν απλές επεκτάσεις των γονιών τους.
Έχει διαπιστωθεί ότι, όταν δοθεί ελευθερία στο παιδί, εμφανίζεται από μέσα του μια
αίσθηση ευθύνης, εμπιστοσύνης και σεβασμού για τους άλλους. Επι πλέον, κάθε
παιδί έχει έμφυτα ταλέντα, και για να αντλήσετε τη δημιουργική ιδιοφυία, πρέπει
να της δώσετε ελευθερία έκφρασης.
Σε τελική ανάλυση, ένα πουλί δεν διδάσκει τα μικρά του πώς να πετούν και να
βρίσκουν τροφή, απλώς τους δίνει στέγη και προστασία μέχρι να μπορέσουν να τα
βγάζουν πέρα μόνα τους.
Πώς μπορούν δύο άνθρωποι να ζούν μαζί και να μην τσακώνονται, δεν ξέρω. Ξέρω
μονάχα ένα πράγμα, όπου υπάρχει αγάπη, υπάρχουν τα πάντα. Οι καυγάδες και οι
διαφωνίες δεν μπορούν να καταστρέψουν την αγάπη.
Αν δυό άνθρωποι μπορούν να ζήσουν ο καθένας στην καθολική επίγνωση του άλλου από
την ώρα που πρωτο-συναντιούνται μέχρι την τελευταία στιγμή όταν αναχωρούν για
τον τάφο, τότε αυτό είναι αγάπη. Ηαγάπη δεν φθίνει ούτε γεμίζει. Οί προσωπικές
καταστάσεις έρχονται μερικές φορές έρχονται και συννεφιάζουν την αγάπη, αλλά η
αγάπη είναι σε θέση να ξανακερδίσει την κατάσταση. Όπου υπάρχει αγάπη δεν
μπορεί να υπάρχει διαζύγιο. Το διαζύγιο είναι δυνατό μόνο όταν υπάρχει δυσαρέσκεια,
είτε για τη φύση και τις συνήθειες του άλλου, ή τη σεξουαλική ανταπόκριση. Το
διαζύγιο επίσης μπορεί να γίνει όταν υπάρχει έλλειψη κατανόησης. Μια κουλτούρα
ή μια κοινωνία που έχει συναισθηματική πειθαρχία μπορεί να καταλάβει ότι το
διαζύγιο δεν είναι λύση σε
ένα πρόβλημα. Αλλά η αρχή ενός άλλου προβλήματος.
Ο άνδρας χρειάζεται σεβασμό από την γυναίκα και η γυναίκα
χρειάζεται αγάπη από τον άνδρα.
Σε μια οικογένεια το άτομο με την υψηλότερη πνευματικη
επίγνωση ήτε είναι άνδρας ήτε είναι γυναίκα οδηγεί και το άλλο μέρος του ζευγαριού
ακολουθεί και συμπληρώνει, χωρίς αυτην την επίγνωση στις σχέσεις των ζευγαριών τα
Εγώ συγκρούονται και μένουν στάσιμα.
Ο ανώτερος σκοπός ενός ζευγαριού είναι η άνοδος της επίγνωσής τους η πνευματική
τους εξέλιξη, όταν αυτό δεν γίνεται, τότε προτιμότερο είναι ο χωρισμός.
Η αγάπη είναι πολύ παρεξηγημένη στον συγχρονο αυτόν κόσμο. Η
αφοσίωση είναι μια μορφή αγάπης. Το καθήκον είναι μια μορφή αγάπης. Η κατανόηση
είναι επίσης μια μορφή αγάπης. Το σέξ είναι διαφορετικο από την αγάπη. Η αγάπη
δεν ψάχνει για ποιότητα. Ο φίλος σας μπορεί να είναι αγράμματος, αδαής, κακός,
αρνητικός, βρώμικος, ανόητος, δυσοσμος, αλλά τον αγαπάτε, αυτό είναι όλο.
Υπάρχουν τρείς ξεχωριστές λειτουργίες ή πλευρές που ελέγχουν
τη συμπεριφορά του ανθρώπου, το πάθος, το σέξ, και η αγάπη. Θα πρέπει να το
θυμάστε αυτό πολύ καλά, ιδίως τα νεαρά άτομα. Μπορείτε να αγαπάτε κάποιον για
όλη σας τη ζωή χωρίς να έχετε καμμιά σεξουαλικη σχέση. Μπορείτε να κάνετε σέξ
χωρίς να έχετε αγάπη. Μπορείτε να έχετε πάθος χωρίς να έχετε αγάπη και χωρίς να
έχετε σέξ.
Αυτά τα τρία είναι μπερδεμένα από αυτή την απερίσκεπτη και σύγχρονη
κοινωνία(πολιτεία) και η έμφαση είναι λανθασμένη. Πρώτα από όλα, όχι για δική σας
χάρη, αλλά για χάρη των παιδιών σας, πρέπει να αναπτύξετε αγάπη, να αυξηθεί η
αγάπη ανάμεσα στον άνδρα και τη γυναίκα, όχι απλώς με αγκαλιές και φιλιά.
Όταν τα παιδιά έχουν τέτοιους γονείς, των οποίων η αγάπη είναι βαθειά μέχρι την
καρδιά. Η προσωπικότητα τους αναπτύσσεται και μπορούν πραγματικά να είναι
υπερήφανα γι αυτούς.
Ξέρετε, ο Σωκράτης αγαπούσε τη συζυγό του πάρα πολύ. Ο
Σωκράτης ήταν ένας φιλόσοφος στην Ελλάδα και όταν πήγαινε στην αγορά να
αγοράσει λαχανικά, συναντούσε μερικούς φίλους κι έπιαναν την κουβέντα για
Μπραχμαβίντυα, τη γνώση της καρδιάς. Έφευγε στις δέκα το πρωί και συνέχιζε να
μιλάει μέχρι της πέντε το απόγευμα. Η σύζυγός του έχανε την υπομονή της κι
έρχοταν στη συνάθροιση αυτή και του έδινε έναν μπάτσο λέγοντας, Βρωμιάρη, σε
έστειλα έξω για λαχανικά και σύ μιλάς εδώ για φιλοσοφία(Γιόγκα). Ο Σωκράτης
καθόταν συνήθως στην βεράντα του στο ισόγειο και μιλούσε στους περαστικούς, και
η κυρία τον σκυλόβριζε από το πάνω πάτωμα, Τεμπέλαρε, αργόσχολε, που δεν κάνεις
για τίποτα!, αυτός όμως συνέχιζε τους φιλοσοφικούς(γιογκικους) λόγους του.
Μετά, στο τέλος ξέρετε τι έκανε εκείνη; Έφερνε μια στάμνα γεμάτη νερό και την
άδειαζε πάνω του. Και ποια ήταν η παρατήρηση του Σωκράτη; Αυτός είπε, Μέχρι
τώρα, τα σύννεφα διάβαιναν, τώρα βρέχουν. Εκείνη του έδωσε τη μέγιστη ευκαιρία
να δοκιμάσει την αγάπη του. ΑΝ η συζυγός σας κάνει τέτοια, αυτή δοκιμάζει την
αγάπη σας. Το ίδιο και με τον σύζυγό σας. Μπορείτε να αποτύχετε ή μπορείτε να
πετύχετε, από σας εξαρτάται.
Πιστεύω ότι τα παιδιά είναι προιόντα της οικογενειακής ζωής
των γονιών. Αν τα παιδιά πάρουν τον κακό δρόμο, εσείς είστε υπεύθυνοι. Αν τα
παιδιά σας είναι εγκληματίες, τότε εσείς είστε υπεύθυνοι και η αποτυχία σας οφείλεται
στην ανεπαρκή σας κουλτούρα, πολιτισμό και θρησκεία. Η θρησκεία, η κουλτούρα
και ο πολιτισμός δημιουργούν την κοινωνία (Πολιτεία). Η κοινωνία(πολιτεία)
δημιουργεί οικογένειες. Οι οικογένειες δημιουργούν παιδιά, κι αυτά τα παιδιά
πάλι δημιουργούν κουλτούρα, θρησκεία και πολιτισμό. Ολόκληρος ο κόσμος είναι
ανάγκη να το ξανασκεφτεί πολύ γρήγορα αυτό. Οι κίνδυνοι του πυρηνικού πολέμου
δεν είναι τόσο μεγάλοι. Η μεγαλύτερη καταστροφή λαμβάνει χώρα εξ αιτίας της κατάστασης
που επικρατεί στις οικογενειακές σχέσεις.
Αφήστε τα παιδιά σας να αναπτυχθούν, όταν γεννιέται ένα
παιδί, αντλεί Σαμσκάρας από τρείς πηγές.
Πρώτον, φέρνει μαζί του Κάρμας από τις προηγούμενες ενσαρκώσεις του. Δεύτερον, από
τους γονείς του, και Τρίτον, από το περιβάλλον. Από τις πηγές αυτές αντλεί
αρκετη έμπνευση για την ανάπτυξη και προστασία ή καταστροφή κι ακρωτηριασμό των
Κάρμας του.
Στα παιδιά αρέσει η ελευθερία. Δώστε τους ελευθερία. Στα παιδιά αρέσει να
αναπτύσσονται σύμφωνα με τα δικά τους πρότυπα, μην προσπαθείτε να τα κάνετε
κάτι άλλο. Αν θέλουν να παίξουν, αφήστε τα. Αν θέλουν να διαβάσουν, αφήστε τα.
Αν θέλουν φάνε ότι θέλουν, αφήστε τα. Αν θέλουν
να ντυθούν καλά ή να μην ντυθούν καλά, αν θέλουν να φωνάξουν, να κλάψουν, ή να
μείνουν ήσυχα, αν θέλουν να κυλιούνται στη λάσπη, αφήστε τα να κάνουν ότι τους αρέσει.
Μη θέλετε απλώς να γίνουν σαν κι εσάς. Τους δίνετε μερικά παιχνίδια και τους λέτε,
Να είσαι καλό παιδί, να φέρεσαι καλά, να μην φωνάζεις, να είσαι ευγενικό.
Εθιμοτυπίες, καλοί τρόποι, κουλτούρα, όχι! Τους εχετε επιβάλλει αυτά τα
πράγματα πολύ νωρίς. Όταν έχουν συμπληρώσει τα 19 ή 20 χρόνια της ζωής τους,
τότε μπορείτε να τους πείτε πώς να φέρονται. Τι είναι οι Εθιμοτυπίες, τι είναι
οι καλοί τρόποι για τα παιδιά πέντε χρονών; Θεέ μου, θα τα σκοτώσετε με την
επιβολή της φιλοσοφίας σας πάνω τους!
Σε όλο τον κόσμο, υπάρχει ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα, και δεν νομίζω ότι θα
μπορέσω να σας δώσω καλύτερη συμβουλή από αυτή: Αφήστε τα να σκέφτονται όπως τους αρέσει, να
τρώνε ότι θέλουν, να λένε ότι αισθάνονται. Αφήστε τα να πιστεύουν ή να μην
πιστεύουν.
Είμαστε σάπιο υλικό, ποτισμένοι με τις ιδέες των γονιών μας, σκλάβοι στη
φιλοσοφία τους. Τους ακολουθούμε. Το μονοπάτι που ακολουθούμε δεν είναι το
μονοπάτι μας. Εμείς βαδίζουμε στα δικά τους πατήματα. Αφήστε τα παιδιά μας να
είναι διαφορετικά!
Δώστε τους πλήρη ελευθερία να διαμορφώσουν και να οργανώσουν
τον δικό τους τρόπο ζωής, αν θέλετε να ζήσετε σε ένα νέο κόσμο''.
Παραμαχάμσα Σατυανάντα Σαρασουάτι
Ο Ελληνικός γάμος στην αρχαιότητα και ιδιαίτερα στην Αθηναϊκή Πολιτεία, μπορεί να καθοριστεί ως η ένωση του άνδρα και της γυναίκας.
Το νόημα της περικοπής 546Α - 546Ε της Πολιτείας του Πλάτωνα
"περί ευγονίας και αφορίας και περί του περίφημου αριθμού του
Πλάτωνος" που αναφέρεται στον τρόπο των ευγονικών ρυθμίσεων.
Το πλήρες κείμενο της περικοπής αυτής έχει ως εξής:
"Ωδέ πως, χαλεπόν μεν κινηθήναι πόλιν ούτω συστάσαν, αλλ' επεί γενομένω
παντί φθορά εστίν, ουδ' η τοιαύτη σύστασις τον άπαντα μένει χρόνον αλλά
λυθήσεται. Λύσις δε ήδε. Ου μόνον φυτοίς εγγείοις, αλλά και εν επιγείοις ζώοις φορά
και αφορία ψυχής τε και σωμάτων γίγνονται, όταν περιτροπαί εκάστοις κύκλων
περιφοράς συνάπτωσι, βραχυβίοις μεν βραχυπόρους, εναντίοις δε εναντίας. Γένους
δε υμετέρου ευγονίας τε και αφορίας, καίπερ όντες σοφοί, ους ηγεμόνας πόλεως
εκπαιδεύσασθε, ουδέν μάλλον λογισμού μετ' αισθήσεως τεύξονται, αλλά πάρεισιν
αυτούς και γεννήσουσι παίδας ποτέ ου δέον. Έστι δε θείω μεν γεννητώ περίοδος ην
αριθμός περιλαμβάνει τέλειος, ανθρωπείω δε εν ώ πρώτω αυξήσεις δυνάμεναι τε και
δυναστευόμεναι, τρεις αποστάσεις, τέτταρας δε όρους λαβούσαι ομοιούντων τε και
ανομοιούντων και αυξανόντων και φθινόντων, πάντα προσήγορα και ρητά προς άλληλα
απέφηναν ων επίτριτος πυθμήν πεμπάδι συζυγείς δύο αρμονίας παρέχεται τρις
αυξηθείς, την μεν ίσην ισάκις, εκατόν τοσαυτάκις, την δε ισομήκη μεν τη προμήκη
δε, εκατόν μεν αριθμών από διαμέτρων ρητών πεμπάδος, δεομένων ενός εκάστων,
αρρήτων δε δυοίν, εκατόν δε κύβων τριάδος. Σύμπας δε ούτος αριθμός γεωμετρικός,
τοιούτου κύριος αμεινόντων τε και χειρόνων γενέσεων, ας όταν αγνοήσαντες υμίν
οι φύλακες συνοικίζωσιν νύμφας νυμφίοις παρά καιρόν, ουκ ευφυείς ουδ' ευτυχείς
παίδας έσονται, ων καταστήσουσι μεν τους αρίστους οι πρότεροι, όμως όντες
ανάξιοι, εις τας των πατέρων αυ δυνάμεις ελθόντες, ημών πρώτων άρξονταις
αμελείν φύλακες όντες, παρ' έλαττον του δέοντος ηγησάμενοι τα μουσικής,
δεύτερον δε τα γυμναστικής, όθεν αμουσότεροι γενήσονται υμίν οι νέοι (.) εκ
τούτων άρχοντες ου πάνυ φυλακικοί καταστήσονται. Προς το δοκιμάζειν τα Ησιόδου
και παρ' υμίν γένη, χρυσούν τε και αργυρούν και χαλκούν και σιδηρούν".
Η απόδοση του κειμένου αυτού στη δημοτική γλώσσα έχει ως
εξής (Από το σύγγραμμα Κ.Δ. Γεωργούλη, Πλάτωνος Πολιτεία, Εκδότης Ιωάννης
Σιδέρης, Αθήνα, 1962):
"Πώς; Κατά ένα τρόπο σαν τον ακόλουθο. Μια πόλη βέβαια
που έχει τη σύσταση που είπαμε είναι δύσκολο να κλονιστεί. Επειδή όμως καθετί
που έχει γένεση έχει και φθορά, δεν ημπορεί ουδέ η τέτοια σύσταση να μείνει
στον αιώνα τον άπαντα, αλλά θα διαλυθεί. Ιδές τι λογής διάλυση την περιμένει.
Δεν παρουσιάζεται μόνο στα φυτά που ριζώνουν μέσα στης γης τον κόρφο, αλλά και
στα ζώα που περπατούν επάνω στης γης το πρόσωπο, ευφορία και αφορία ψυχής και
των σωμάτων, στον καιρό που τα κυκλογυρίσματα των περιόδων συμπληρώνουν για
κάθε είδους πλάσματα περιφορές κύκλων βραχοπόρευτων για τα λιγόζωα και
αντιθέτων για τα αντίθετα. Σχετικά με την δική σας γενιά, αν και είναι σοφοί
όσοι από εσάς εξεπαιδεύτηκαν κι έγιναν φύλακες της πόλης, δεν θα ημπορέσουν,
παρόλο που θα βοηθήσουν τον λογισμό τους με την αίσθηση, να διακρίνουν καθόλου
καλύτερα τον καιρό της ευγονίας από τον καιρό της αφορίας, αλλά θα τους ξεφύγη
και θα γεννήσουν παιδιά σε κάποια ώρα που δεν πρέπει. Για την γέννηση των
θεϊκών όντων υπάρχει περίοδος που την περιέχει ένας αριθμός τέλειος, των
ανθρώπινων όντων όμως την γέννηση την περιέχει ένας αριθμός που μέσα σε αυτόν
πρώτον πολλαπλασιασμοί δυναστικοί και δυναστευόμενοι, αφού πάρουν τρεις
αποστάσεις και τέσσερες συνοριακούς καθορισμούς παραγόντων που δείχνουν ομοίωση
και ανομοίωση, αύξηση και ελάττωση φέρνουν στο τέλος όλα τα μέλη του συνόλου σε
εκφωνήσιμες και ρητές αμοιβαίες σχέσεις. Η επίτρητη βάση τους σε συζυγία με την
πεντάδα υψωμένη στην τέταρτη δύναμη δίνει δύο αρμονίες, απ' αυτές η μία είναι
αποτελεσμένη από αριθμό ίσες φορές ίσον εκατό φορές εκατό, η άλλη απεναντίας
κατά την μία διεύθυνσή της έχοντας ίσους παράγοντες είναι ισομήκης, κατά την
άλλη της όμως διεύθυνση έχοντας άνισους παράγοντες είναι προμήκης, δηλαδή κατά
την μία διεύθυνση έχουμε εκατό φορές το τετράγωνο των ρητών διαγωνίων του
πέντε, κάθε τετράγωνο ελαττωμένο κατά ένα, ή εκατό φορές το τετράγωνο των
αρρήτων διαγωνίων κάθε τετράγωνο ελαττωμένο κατά δύο, και κατά την άλλη εκατό
κύβους της τριάδας. Ολόκληρος λοιπόν αυτός ο γεωμετρικός αριθμός έχει την
κυριαρχική επίδραση να κανονίζη τις καλύτερες και τις χειρότερες γενέσεις, κι
όταν, μη ημπορόντας να διακρίνουν τον καιρό των γενέσεων αυτών οι φύλακες,
βάζουν να ζευγαρωθούν οι νύμφες και οι γαμπροί τον καιρό που δεν πρέπει, δεν θα
γεννηθούν παιδιά με καλή φυσική προδιάθεση και καλή τύχη. Από τούτα τα παιδιά
θα δώσουν βέβαια οι άνθρωποι της προηγούμενης γενεάς στα καλύτερα τα πολιτικά
αξιώματα, αυτά όμως, επειδή είναι ανάξια, μόλις πάρουν στα χέρια τους την
εξουσία των πατέρων τους, αμέσως τότε θ' αρχίσουν παρόλο που είναι φύλακες να
παραμελούν πρώτα εμάς τις Μούσες, δίνοντας ολιγώτερη σημασία στη μουσική και
έπειτα και στη γυμναστική, πράγμα που θα είναι αφορμή να γίνουν οι νέοι σας
αμουσότεροι. Απ' αυτούς θα βγουν άρχοντες που δεν θα είναι ικανοί να διακρίνουν
ως φύλακες τα γένη που, όπως λέει ο Ησίοδος, θα παρουσιαστούν ανάμεσα σε σας,
ποιο είναι χρυσό, ποιο είναι αργυρό, ποιό χάλκινο και ποιο σιδερένιο".
Η πλατωνική ηθική θεωρία.
Η ηθική θεωρία του Πλάτωνα διαπλέκεται αξεδιάλυτα µε τις
ιδέες του
για την ψυχή και την αθανασία. Σύµφωνα µε τον Πλάτωνα, η
µεταβατική αισθητηριακή ζωή του ατόµου, η οποία συνίσταται
από
τις σκέψεις του, τις αντιλήψεις του και τις εµπειρίες του,
που
περιλαµβάνουν τον φαινόµενο ή απτό κόσµο του, παύει µε το
θάνατο,
και επιστρέφει στην ύπαρξη του κόσµου των ιδεών, τον
πραγµατικό
κόσµο από τον οποίο είχε έλθει και προς τον οποίο πρέπει να
συµµορφωθεί. Έτσι, η ηθική θεωρία του Πλάτωνα εισέρχεται στη
διδασκαλία της αυτοπραγµατοποίησης, δεδοµένου ότι το άτοµο
κατά
την επόµενη ζωή του επιτυγχάνει βαθµιαίως την τελειοποίησή
του, ένα
είδος ευθείας κατάστασης, απελευθερωµένης από τους
περιορισµούς
του χώρου και του χρόνου, της σωµατικής ύπαρξης και των
αισθητηριακών (φαινοµενικών) εµπειριών. Ο άνθρωπος έχει δηµιουργηθεί
µε ένα σκοπό, µε µια επιθυµία, να επιτύχει τους σκοπούς
του στη ζωή, που είναι η µίµηση του αγαθού και η µεταστροφή
του
εαυτού του, ώστε να πλησιάσει όσο γίνεται περισσότερο το
αγαθό.
Η ηθική ευθύνη.
Η ψυχή του ανθρώπου βρίσκεται στην ενδιάµεση θέση ανάµεσα σε
δύο
κόσµους, δηλαδή στον υλικό κόσµο της αισθητηριακής αντίληψης
και
στον πνευµατικό κόσµο της ιδεώδους πραγµατικότητας. Στην
πραγµατικότητα όµως η ψυχή είναι υπεραισθητή και ανήκει στον
πνευµατικό κόσµο των αιωνίων ιδεών. Ο Πλάτων ισχυριζόταν πως
καθώς η ψυχή είναι αιώνια, πρέπει να είχε προϋπάρξει στον
κόσµο
των ιδεών, όπου και έµαθε για την ύπαρξη των αιωνίων ιδεών.
Τώρα,
το άτοµο, καθώς ζει στον αισθητό κόσµο -αποκλεισµένο από τον
ιδεατό κόσµο- µπορεί να αναµνησθεί τις µεγάλες ιδέες µε τη
µορφή
αµυδρής ανάµνησης· µια ηµισαφής συνειδητοποίηση του θείου
κόσµου
της οντολογικής πραγµατικότητας. Ο Πλάτων δέχθηκε την
Πυθαγόρεια θεωρία της µετεµψύχωσης και υποστήριζε πως η
ψυχή,
εκτός από το ότι προέρχεται από τον κόσµο των ιδεών, πρέπει
και να
επιστρέψει σí αυτόν, εξαιτίας της αιώνιας φύσεώς της και του
αναπόδραστου νόµου µε τον οποίο φθάνει στην ηθική της
αυτοπραγµατοποίηση - η ανταµοιβή, µε το να φθάσει σε ένα
είδος
θείας κατάστασης. Όπως ακριβώς ο κόσµος έχει µια ψυχή, ένα
κοσµικό
πνεύµα -ο Νους του Αναξαγόρα- έτσι έχει και ο άνθρωπος, ο
οποίος
στην πραγµατικότητα είναι ένα µικρό αντίγραφο του σύµπαντος·
το
σύµπαν µπορεί να θεωρηθεί ως µακρόκοσµος και ο άνθρωπος ως
µικρόκοσµος. Περαιτέρω, ακριβώς όπως οι δυνάµεις του κακού
στον
κόσµο µάχονται το αγαθό, έτσι και οι δυνάµεις του κακού µέσα
στον
άνθρωπο τον εµποδίζουν να φθάσει το αγαθό. Συνεπώς, το ηθικό
έργο
του ανθρώπου είναι να πλησιάσει, όσο περισσότερο µπορεί,
προς το
αγαθό. Οποιοσδήποτε κατανοεί ποιο είναι το αγαθό θα ελκυσθεί
προς
αυτό. Έτσι, η γνώση σπρώχνει τον άνθρωπο προς το να επιθυµεί
τη
θεία κατάσταση, προς το να αγωνίζεται για να οµοιωθεί προς
αυτήν.
Τούτη η ταύτιση προς το αγαθό είναι η ύψιστη πλατωνική
αρετή,
δηλαδή η ιερότητα, ένα κατηγόρηµα που αργότερα ο Πλάτων το
ταύτισε µε την αρετή της δικαιοσύνης. Η επιτυχής προσπάθεια
του ανθρώπου να οµοιωθεί προς τον Θεό του ανταποδίδεται µε την ύψιστη
κατάσταση της ευδαιµονίας - της τέλειας ευτυχίας.
Η οµοίωση, λοιπόν, προς τον Θεό είναι ο ηθικός σκοπός του
ανθρώπου. Όπως και ο Σωκράτης, ο Πλάτων ισχυριζόταν, πως η
γνώση της ιδέας του αγαθού είναι αναγκαία για να γίνει
κανείς
αγαθός, αλλά, τόνιζε τον ρόλο της ελευθερίας της βουλήσεως, επιµένοντας πως οι κακές πράξεις
δεν πρέπει να αποδοθούν στον Θεό, αλλά στην αποτυχία του
ανθρώπου να ζήσει στο ύψος της προσωπικής του ευθύνης. Οπως ο Σωκράτης στο διαλογο με τον Μένων απόδειξε ότι η Γυναίκα μπορεί όπως και ο Άνδρας να διοικήση την Πολιτεία αρκει να έχουν σωφροσύνη και δικαιοσύνη έτσι και ο Πλάτων εισήγαγε την πρωτοποριακή ιδέα της ισότητας της Γυναίκας να μπορει να συμμετέχει στην διοίκηση της Πολιτείας αναγνωρίζοντας την σπατάλη των γυναικείων δυνατοτήτον που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στην ανάπτυξη της πολιτικής κοινωνίας. Λέγοντας ότι μια πόλη που δεν χρησιμοποιεί τις γυναίκες όπως και τους ανδρες ειναι μια πόλη μισή. Είναι όπως ένας ανθρωπος που δεν χρησιμοποιεί και τα δυό του χέρια.
Η πολιτική φιλοσοφία του Πλάτωνος.
Η ηθική θεωρία του Πλάτωνος οδηγεί κατευθείαν στην κοινωνική
και
πολιτική του θεωρία. Είναι γεγονός, πως κάθε τµήµα της
φιλοσοφίας
του διαπλέκεται αξεδιάλυτα µε τα άλλα και δεν µπορεί να
γίνει
κατανοητό άµα δεν δούµε τις µεταξύ τους συσχετίσεις. Η
κοινωνική
του φιλοσοφία είναι ουσιωδώς κοινωνική ηθική, η συνέχιση της
ατοµικής ή προσωπικής ηθικής, επειδή η Πολιτεία είναι επίσης
η
πραγµατοποίηση του αγαθού ή αυτή η όψη του, που ο Πλάτων την
ονοµάζει δικαιοσύνη. Η ορθή Πολιτεία είναι αυτή όπου
πραγµατοποιείται η ιδεώδης δικαιοσύνη. Της διεφθαρµένης
Πολιτείας
της λείπει η δικαιοσύνη· ο βαθµός της ατέλειάς της ποικίλει
κατά τον
βαθµό που έχει αποκλίνει από την ιδεώδη δικαιοσύνη.
Το ιδεώδες της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Ο Πλάτων περιγράφει το ιδεώδες κράτος του στην
´Πολιτείαª, το
µέγιστο αριστούργηµά του και το συµπληρώνει µε τις
συζητήσεις που
αναπτύσσονται στους ´Νόµουςª και τον ´Πολιτικόª. Η ιδεώδης
Πολιτεία του θα πρέπει να κυβερνάται είτε από ένα φιλόσοφο
κυβερνήτη ή από µια αριστοκρατία σοφών.
Στην ιδεώδη Πολιτεία (όπου κυριαρχεί η δικαιοσύνη) κάθε
άτοµο
ενεργεί κατά τον καλύτερο τρόπο, σύµφωνα µε τις φυσικές του
ικανότητες. Το γεγονός ότι το κάθε πρόσωπο προσφέρει το
ταλέντο του
στην Πολιτεία, µε το να δουλεύει σε έργα που είναι
περισσότερο
κατάλληλα γιí αυτό, βοηθάει στην εγκαθίδρυση της αρµονίας
µέσα στην κοινωνία, και µία τέτοια αρµονία ο Πλάτων την ταυτίζει µε τη δικαιοσύνη.
Οι φιλόσοφοι - βασιλείς.
Ο Πλάτων είχε πεισθεί, πως δεν θα υπήρχε ελπίδα για την
Πολιτεία
παρά µόνο όταν οι βασιλείς γίνονταν φιλόσοφοι ή οι φιλόσοφοι
βασιλείς. Του φαινόταν πως ο βασιλιάς-φιλόσοφος ήταν ο πλέον
κατάλληλος κυβερνήτης, αυτός που θα ήταν ικανός να
πραγµατοποιήσει το αγαθό στην Πολιτεία. Στην ιδεώδη
περίπτωση η
Πολιτεία πρέπει να κυβερνάται από τον φιλοσοφικώς βαθύνου,
δηλαδή από ανθρώπους που είναι τόσο αγαθοί όσο και σοφοί.
Μια
τέτοια Πολιτεία θα είναι είτε µοναρχία, κυβερνώµενη από έναν
εκπαιδευµένο φιλοσοφικώς, ενδιαφερόµενο για την εµπραγµάτωση
της
ιδεώδους Πολιτείας είτε µια αριστοκρατία των καλυτέρων (και
σχετικώς της αυτής ικανότητας), που θα κυβερνά σαν γερουσία.
Αν ο κυβερνήτης θα είναι ένας µονάρχης ή µια οµάδα
αριστοκρατών,
θα εξαρτηθεί από τους φυσικώς προικισµένους που θα υπάρχουν
και
που θα έχουν αποδείξει ότι είναι οι καλύτερα προικισµένοι
δια µέσου
της ανταγωνιστικής παιδείας.
Τούτοι οι αρχηγοί της ιδεώδους Πολιτείας δεν θα διαθέτουν
τίποτε το
δικό τους, ούτε περιουσία ούτε οικογένεια, αλλά θα πρέπει να
ζουν
µαζί σε κοινότητα, με τις γυναίκες και τα παιδιά,
προκειµένου να εξασφαλιστεί η κυβέρνηση κατά της διαφθοράς,
της
δωροδοκίας και της ευνοιοκρατίας. Έχει ξεχωριστή σηµασία,
προκειµένου να επιτευχθεί η ορθή Πολιτεία, η αριστοκρατία
των
φιλοσόφων να ζευγαρώνει µε γυναίκες αντίστοιχης ικανότητας και
παρόµοιας µόρφωσης - µια αναγκαία διαδικασία για να
παραχθούν
παιδιά που θα είναι προικισµένα για να αναλάβουν τις ύψιστες
ευθύνες της Πολιτείας.
∆ικαιοσύνη και Κοινωνία.
Αυτές οι τρεις τάξεις: η φυλή του µπρούντζου και του σίδερου
των
βιοτεχνών, του ασηµιού των στρατιωτών και του χρυσού των αρχόντων,
αντιπροσωπεύουν τις τρεις βασικές λειτουργίες της
Πολιτείας: παραγωγή, άµυνα, διοίκηση. Σε κάθε µια
αντιστοιχεί ένα
από τα τρία µέρη της ανθρώπινης ψυχής. Στην τάξη των
βιοτεχνών και
των εµπόρων, αντιστοιχεί το επιθυµητικό, που η αρετή του
είναι η
εγκράτεια. Στην τάξη των στρατιωτών αντιστοιχεί η καρδιά και
το
θυµικό, που αρετή τους είναι το θάρρος. Στην τάξη των
αρχόντων,
αντιστοιχεί η ευφυία και ο λογισµός, που για αρετή έχουν τη
σωφροσύνη. ´Έτσι, συµφωνήσαµε πως, µέσα στην ψυχή του
καθενός
ανθρώπου, υπάρχουν οι ίδιες και στον αριθµό δυνάµεις που
υπάρχουν
και µέσα στην Πολιτεία (Πολιτεία, IV, 441c). Και όπως
ακριβώς στο
άτοµο η δικαιοσύνη συνίσταται σε µια ιεραρχική υποτέλεια των
διαφόρων τµηµάτων της ψυχής, έτσι και ´µια Πολιτεία είναι
δίκαιη,
αν κάθε τάξη της κάνει τη δουλειά της (Πολιτεία, IV, 441d και
432
κ.ε.). Η αδικία παρουσιάζεται στην Πολιτεία όταν µια από τις
τρεις
τάξεις της επεµβαίνει στην δράση της άλλης.
Οργάνωση της πόλης µέσα στην 'Πολιτεία'.
Ο Πλάτων προσπαθεί να οργανώσει αυτή την ιδεώδη πόλη και µας
δίνει ένα πλήθος λεπτοµερειών για τα διάφορα µέτρα που
πρέπει να
ληφθούν και ιδιαίτερα τα σχετικά µε τη µόρφωση. Η µόρφωση
των
φυλάκων πρέπει να βασισθεί στη µουσική και τη γυµναστική.
Αλλά
όχι σε οποιοδήποτε είδος µουσικής ή να χρησιµοποιηθούν
οποιαδήποτε όργανα. Επειδή οι αυλοί και οι λύρες µε τις
πολλές
χορδές περισσότερο εκνευρίζουν παρά µορφώνουν, πρέπει να
χρησιµοποιηθεί µόνο το τετράχορδο. Τα έργα των συγγραφέων
πρέπει
να ελεγχθούν προσεκτικά. Και, πρώτα-πρώτα, πρέπει να δοθεί
µεγάλη
προσοχή στους µυθοποιούς και να διατηρηθούν µόνο οι ´καλοί
µύθοι, οι άλλοι να πεταχτούν, και να υποχρεωθούν οι
παραµάνες να
τους χρησιµοποιούν για να πλάθουν µε αυτούς την ψυχή του
παιδιού
(Πολιτεία, 377c).
Ο Πλάτων δίνει ακριβείς οδηγίες για τη µόρφωση των
φιλοσόφων, που
είναι τόσο χρήσιµοι για τη ζωή της Πολιτείας. Οι επιστήµες
που θα
κάνουν ικανό τον µέλλοντα άρχοντα της Πολιτείας να
αξιοποιήσει την µόρφωσή του εξετάζονται λεπτοµερώς από τον Πλάτωνα. Βρίσκουµε,
πρώτα-πρώτα, την αριθµητική (VII, 522c), που έχει το
σπουδαίο
προτέρηµα να αναγκάζει την ψυχή να υπηρετηθεί µόνο από τη
νόησή
της για να βρει την καθαρή αλήθεια. Πραγµατικά, οι αριθµοί
δεν
µπορούν να νοηθούν παρά µε τη νόηση, ενώ η αίσθηση δεν
µπορεί να
κατορθώσει τίποτε (526a-b). Κατόπιν έρχεται η γεωµετρία
(526c).
Αφού ´έχει αντικείµενό της το αιωνίως ον, έχει τη δύναµη να
αποσπά
την ψυχή από τον αισθητό κόσµο και να την οδηγεί προς την
αλήθεια
(527b). Η αστρονοµία είναι η επιστήµη που κάνει την ψυχή να
βλέπει
προς τα επάνω, έχει για αντικείµενό της το ον και το αόρατο
(529b)
και µας επιβεβαιώνει την ιδέα ότι η γνώση δεν έχει τίποτε το
αισθητό.
Τέλος, ο φιλόσοφος πρέπει να µελετά την επιστήµη της
αρµονίας, την
µουσική.
Όλες όµως αυτές οι επιστήµες δεν είναι παρά το πρελούδιο για
την
ύψιστη επιστήµη, την ∆ιαλεκτική. Η γεωµετρία και οι τέχνες
που
συνδέονται µí αυτήν δεν γνωρίζουν το ον παρά µέσα σε όνειρο.
Ο
διαλεκτικός, όπως είδαµε, συλλαµβάνει, µε τον λογισµό του,
την ουσία
κάθε πράγµατος (534b). Αυτός µόνο έχει για όλα τα θέµατα µια
´συνοπτική άποψη (µε µια µατιά διακρίνει τις σχέσεις των
επιστηµών
µεταξύ τους και µε την φύση του όντος, 537c) και µπορεί να
δει τον
κόσµο µε το φως της ιδέας του Αγαθού.
Αντιστοιχία ανάµεσα στις λειτουργίες της ψυχής και τις
κοινωνικές
τάξεις.
Πρέπει λοιπόν να παραβάλουµε και να εναρµονίσουµε τρεις
τάξεις
µέσα στο Κράτος και τρεις λειτουργίες της ψυχής. Και στις
δυο
περιπτώσεις πρέπει να διακρίνουµε ένα µέρος που αποφασίζει:
τους
κυβερνήτες ή ´φύλακες στο Κράτος, τη λογική στον πολίτη·
ένα
µέρος, που έρχεται σε βοήθεια της λογικής απόφασης: τους
πολεµιστές
στο Κράτος και το ´θυµό στην ψυχή· τέλος, ένα µέρος, που
προσκολλάται στα αντικείµενα, στα κατασκευασµένα και
κατεχόµενα
αγαθά: τους παραγωγούς και εµπόρους µέσα στο Κράτος, την
επιθυµία
µέσα στην ψυχή. Κανένα από αυτά τα τρία µέρη δεν µπορεί να
αξιώσει
την αυτονοµία του.
Ο Πλάτων κατατάσει τις ατελείς Πολιτείες σε τέσσερις κατηγορίες, με βάση την εσωτερική τους δομή, και τις παραθέτει σε σχέση με την ιδανική Πολιτεία που επινοεί: Τιμοκρατία (η Πολιτεία της ανδρείας και της τιμής), Ολιγαρχία (η Πολιτεία του χρήματος και της φιλαργυρίας), Δημοκρατία (η Πολιτεία της όνειδος της αταξίας και της αυθαιρεσίας), και τέλος, Τυραννία (η πλήρως διεστραμμένη Πολιτεία του φόβου και του εγκλήματος). Η τέλεια Πολιτεία είναι εκείνη, που σε κρατικό και ατομικό επίπεδο, κυβερνάται απο τον Λόγο και σκοπεύει στο Αγαθό. Οι ατελείς Πολιτείες διατηρούν ίχνη αρετής και δικαιοσύνης, η τέλεια Πολιτεία ενώνει όλες τις αρετές που συνθέτουν την δικαιοσύνη.
Η
Ακαδημία ιδρύθηκε από τον Πλάτωνα στην Αθήνα το 387 π. Χ. και έκλεισε οριστικά
το 529, όταν καταργήθηκε από τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα Ιουστινιανό. Βρίσκονταν
σε ένα άλσος του προαστίου των Αθηνών την Ακαδήμεια, Ο θρύλος
ανέφερε ότι στην είσοδο της Ακαδημίας υπήρχε η επιγραφή: «ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω». Αυτή η σχολή είχε ως στόχο να εκπαιδεύσει
«φιλοσόφους πολιτικούς», οι οποίοι θα είχαν τα κατάλληλα εφόδια να κυβερνήσουν,
σύµφωνα µε την πολιτική θεωρία του Πλάτωνα. Λειτουργούσε όπως τα σύγχρονα
πανεπιστήμια, αναπτύσσοντας τους τομείς του γνωστικού ενδιαφέροντος της εποχής
από φιλοσοφία έως μαθηματικά και αστρονομία.
Η ίδρυση της Ακαδημίας αυτής, αποτελεί καθίδρυμα φιλοσοφικής έρευνας και παιδείας. Ο Πλάτων δίδαξε σ' αυτήν επί 40 περίπου χρόνια και πάντοτε προφορικά. η Ακαδημία ανάδειξε σχεδόν όλους τους κορυφαίους μετεπειτα Φιλοσόφους με μεγαλύτερη μορφή αυτόν τον ίδιο τον Αριστοτέλη.
Ο Πλάτων στάθηκε οπαδός πολύ δημιουργικός και πολύ πιστός Μαθητής του Σωκράτη. Ποτέ δεν έπαψε να βάζει την Ηθική σαν πρώτο θέμα των φιλοσοφικών θεωριών. Σ' όλα του τα έργα ο Πλάτων, μιλά για λογαριασμό του Σωκράτη.....εδω βλέπουμε πολυ χαρακτηριστικά την κοινή αλυσίδα παράδοσης της Γνώσης και διάδοσή της, Μεσα σε ένα γυμναστήριο της ψυχής όπως η Ακαδημία (Άσραμ) απο τον Δάσκαλο στον Μαθητή και μετέπειτα Δάσκαλο τον ίδιο τον Μαθητή όπως στην Σαννυάσα!
Ο Σωκράτης υποστηρίζει
Στην Ευγονική Πολιτεία του, η Δικαιοσύνη είναι Αρετή, η Αρετή
είναι η Γνώση, η Γνώση είναι η δεξιότητα της Ψυχής για Σοφία και Δικαιοσύνη,
είναι η ενότητα της εσωτερικής υπεροχής και εξωτερικής αποδοχής. Η αδικία είναι
άγνοια, κανείς δεν είναι εκ φύσεως κακός και ποιος κάποιος γίνεται κακός ή
άδικος από άγνοια. Η Δικαιοσύνη φέρνει στο άτομο και την Πολιτεία(κοινωνία)
γαλήνη και ομόνοια, ενώ η αδικία φέρνει διχόνοια, ζηλοφθονία, αντιπαλότητα. Η
Δικαιοσύνη είναι Συνεργασία.
Η Εκπαίδευση των Φυλάκων και ο Έλεγχος της Ποίησης
Ο Σωκράτης Επιχειρεί να Ιδρύση μια ιδανική και δίκαιη Πόλη,
την Καλλίπολη (αγαθών ανθρώπων), η οποία απαρτίζεται από τρείς κοινωνικές
τάξεις: τους Φύλακες Βασιλείς που είναι Φιλόσοφοι και θα διοικούν την πόλη,
τους Επίκουρους που βοηθούν τους φύλακες στο έργο φύλαξης της πόλης και τους
δημιουργούς, αγρότες,τεχνίτες,μεταπρατές.
Πρώτη μας δουλειά είναι να επιβλέπουμε εκείνους που
φτιάχνουν τους μύθους τους ποιητές.
Κείμενο
Τότε λοιπόν τους ποιητές μονάχα θα πρέπει να επιβλέπουμε και
να τους υποχρεώνουμε να αποτυπώνουν στα έργα τους το αγαθό ήθος, ειδαλλιώς να
μη συνθέτουν στην πόλη μας ποιήματα, ή θα χρειαστεί να επιβλέπουμε και τους
άλλους τεχνίτες και να τους εμποδίζουμε τούτο τον κακό χαρακτήρα, τον ακόλαστο,
τον μικροπρεπή, τον παράταιρο να τον απεικονίζουν στους ζωγραφικούς πίνακές
τους, στα οικοδομήματα ή σε οποιοδήποτε άλλο έργο, και σ' όποιον δεν είναι
ικανός να το κάνει αυτό να μην του επιτρέπουμε να ασκεί στην πόλη μας την τέχνη
του, προκειμένου οι φύλακές μας να μην ανατρέφονται μέσα σε απεικονίσεις του
κάκου σαν μέσα σε κακό λιβάδι τσιμπολογώντας απο 'δω κι απο 'κει λίγο–λίγο κάθε
μέρα και δοκιμάζοντας πολλά ώσπου τελικά, δίχως να αντιληφθούμε πώς, να
σωρεύσουν στην ψυχή τους ένα πελώριο κακό, αλλά να αναζητούμε τεχνίτες με
έμφυτη την ικανότητα να ανιχνεύουν την ομορφιά και την ευπρέπεια, ώστε οι νέοι,
σαν μέσα σ' έναν τόπο υγιεινό, να αντλούν ωφέλεια από τα πάντα, καθώς οτιδήποτε
από τα όμορφα έργα θα αγγίζει τα μάτια ή τα αυτιά τους θα είναι σαν αύρα από
έναν τόπο καλό που θα φέρνει υγεία, και χωρίς καν να το καταλάβουν, από παιδιά
κιόλας, θα τους οδηγεί να μοιάσουν, να φιλιώσουν και να ταιριάξουν με το λόγο
που κλείνει μέσα της η ομορφιά;
Τούτη η αγωγή, είπε, θα ήταν ομορφότερη από κάθε άλλη.
Άραγε, είπα, Γλαύκων, γι' αυτό η αγωγή με τη μουσική και την
ποίηση είναι η πιο σημαντική, επειδή ο ρυθμός και η μελωδία εισχωρούν στα
τρίσβαθα της ψυχής κι αδράχνοντάς την με δύναμη μεγάλη φέρνουν μέσα της
ευπρέπεια και της δίνουν ομορφιά, άμα κάποιος ανατραφεί σωστά, ενώ, αν δεν
συμβεί αυτό, γίνεται το αντίθετο; Και μια παραπέρα αιτία δεν είναι ότι όποιος
έχει ανατραφεί όπως πρέπει θα προσέξει αμέσως οποιαδήποτε ατέλεια, οτιδήποτε
δεν είναι όμορφα φτιαγμένο ή η φυσική ανάπτυξή του δεν έχει όμορφα ξεδιπλωθεί,
και δυσανασχετώντας, δικαίως, γι' αυτό όσα μεν είναι ωραία θα τα παινεύει και
θα τα χαίρεται, και κλείνοντάς τα μέσα στην ψυχή του θα τρέφεται από αυτά και
θα πλάθεται καλός και άξιος, ενώ όσα είναι άσχημα θα τα κατακρίνει, όπως είναι
το σωστό, και θα τα απεχθάνεται από νέος κιόλας, προτού καν να είναι σε θέση να
αντιληφθεί για ποιον ακριβώς λόγο συμβαίνει αυτό, κι όταν κάποτε ο λογισμός
έλθει, εκείνος, έχοντας έτσι ανατραφεί, θα τον καλωσορίσει αμέσως
αναγνωρίζοντάς τον από τη συγγενικότητα που έχει μαζί του. Έτσι δεν είναι;
Η γνώμη μου, είπε, είναι ότι ακριβώς γι' αυτούς τους λόγους
η αγωγή πρέπει να βασίζεται στη μουσική και την ποίηση.
Είναι, είπα, όπως όταν αρχίζαμε να μαθαίνουμε γράμματα.
Νιώθαμε τότε ότι θα είχαμε κάνει σημαντική πρόοδο, όταν θα μπορούσαμε να
αναγνωρίζουμε τα γράμματα, που είναι λιγοστά, σε όλες τις λέξεις, στις οποίες
εναλλακτικά εμφανίζονται, και δίναμε σ' αυτά την ίδια προσοχή, αδιακρίτως αν
ήταν γραμμένα μικρά ή μεγάλα, χωρίς να το νομίζουμε αυτό κάτι άχρηστο αλλά
προσπαθώντας να τα διακρίνουμε παντού, έχοντας κατανοήσει ότι δεν θα μαθαίναμε
ανάγνωση προτού να το κατορθώναμε αυτό.
Αλήθεια.
Δεν αληθεύει επίσης ότι και τις εικόνες των γραμμάτων, ας
πούμε επάνω σε μια υδάτινη επιφάνεια ή σ' έναν καθρέφτη, δεν θα είμαστε σε θέση
να τις διακρίνουμε προτού μπορέσουμε να διακρίνουμε τα ίδια τα γράμματα; Κι
αυτές οι δύο ικανότητες δεν ανήκουν στην ίδια τεχνική γνώση και άσκηση;
Βεβαιότατα, είπε.
Τότε λοιπόν, μα τους θεούς, δεν είναι σωστό αυτό που λέω,
ότι δηλαδή δεν πρόκειται να λάβουμε ολοκληρωμένη καλλιέργεια, ούτε εμείς ούτε
αυτοί για τους οποίους ισχυριζόμαστε ότι πάμε να τους δώσουμε παιδεία, εννοώ
τους φύλακες, προτού να μπορούμε να διακρίνουμε τα σχήματα της σωφροσύνης, της
ανδρείας, της μεγαλοψυχίας, της αξιοπρέπειας κι όσα πάνε χέρι–χέρι με αυτά,
όπως πάλι και τα αντίθετά τους, παντού όπου αυτά εναλλακτικά εμφανίζονται και
υπάρχουν, μέσα στο καθετί στο οποίο υπάρχουν; Κι επίσης προτού να μπορούμε να
τα αντιλαμβανόμαστε και αυτά και τις απεικονίσεις τους χωρίς να τα
περιφρονούμε, είτε τα ανιχνεύουμε σε κάτι μικρό είτε και σε κάτι μεγάλο, αλλά
θεωρώντας ότι αποτελούν αντικείμενα μιας και της αυτής τέχνης και άσκησης;
Αναπόφευκτα, είπε.
Επομένως, είπα, όποιος συμβαίνει και μέσα στην ψυχή να έχει
ευγενικά γνωρίσματα και η εξωτερική εμφάνιση του να είναι ανάλογη και να
ταιριάζει με εκείνα καθώς θα έχει βγει από το ίδιο καλούπι, άραγε δεν θα 'ταν
αυτό το πιο όμορφο θέαμα για όποιον έχει μάτια να βλέπει;
Ασφαλώς θα ήταν.
Κι αλήθεια, δεν είναι το πιο όμορφο αυτό που περισσότερο από
οτιδήποτε άλλο μας είναι επιθυμητό;
Φυσικά.
Τότε ο καλλιεργημένος άνθρωπος είναι αυτός που περισσότερο
από οποιονδήποτε άλλο θα 'νιωθε έρωτα για τέτοιους ανθρώπους. Ενώ απεναντίας
για κάποιον που δεν θα είχε μέσα του αρμονία δεν θα ένιωθε έρωτα.
Δεν θα ένιωθε, είπε, έρωτα γι' αυτόν, αν υστερούσε σε κάποιο
ψυχικό χάρισμα• αν όμως υστερούσε σωματικά σε κάτι, αυτό θα το υπόφερνε και δεν
θα αποτελούσε λόγο να μη θέλει να τον αγαπά.
Καταλαβαίνω, είπα• το λες επειδή έχεις ή είχες κάποτε έναν
τέτοιο αγαπημένο, και το δέχομαι. Πες μου όμως τούτο: υπάρχει κάποια συνάφεια
ανάμεσα στη σωφροσύνη και την υπέρμετρη ηδονή;
Μα πώς να υπάρχει; Αυτή σε βγάζει από τα λογικά σου όσο κι η
λύπη!
Με τις υπόλοιπες όμως αρετές;
Με κανέναν τρόπο.
Όμως με την αλαζονεία και την ακολασία;
Με αυτές βεβαίως.
Κι έχεις να αναφέρεις κάποια ηδονή που να 'ναι μεγαλύτερη
και εντονότερη από τη σαρκική;
Δεν έχω, είπε• ούτε κάποια που να σου παίρνει τα μυαλά
περισσότερο.
Αλλά ο σωστός έρωτας δεν είναι να 'χεις ερωτευθεί κάτι
ευγενικό κι όμορφο μ' έναν τρόπο που να 'χει φρόνηση και αρμονία;
Βεβαιότατα, είπε εκείνος.
Δεν πρέπει, επομένως, να αφήνουμε τίποτα παράφορο, τίποτα
συγγενικό με την ακολασία να πλησιάζει τον σωστό έρωτα.
Δεν πρέπει να το αφήνουμε να πλησιάσει.
Άρα δεν πρέπει να αφήσουμε να πλησιάσει αυτή η ηδονή, ούτε
να 'χουν σχέση με αυτήν ο εραστής κι ο αγαπημένος, αν είναι να αγαπούν και να
αγαπιούνται αληθινά.
Δεν πρέπει, μα το Δία, Σωκράτη, να πλησιάσει.
Έτσι, καθώς φαίνεται, θα θεσπίσεις νόμο στην πολιτεία που
πάμε να ιδρύσουμε, ότι ο εραστής θα φιλάει τον αγαπημένο και θα 'ναι μαζί του
και θα τον αγγίζει σαν να ήταν παιδί του για χάρη της Ομορφιάς, εφόσον τον
πείθει, κατά τα άλλα όμως, ότι η συναναστροφή του με εκείνον για τον οποίο θα
ενδιαφερόταν πρέπει να είναι τέτοια ώστε να μη δώσει ποτέ την εντύπωση ότι η
σχέση τους προχωρεί παραπάνω από αυτό το σημείο. Διαφορετικά θα θεωρηθεί
ακαλλιέργητος, άνθρωπος δίχως αίσθηση του ωραίου.
Έτσι, είπε.
Άραγε, είπα, δεν νομίζεις κι εσύ ότι τη διερεύνησή μας για
τη μουσική και την ποίηση την έχουμε ολοκληρώσει; Εν πάση περιπτώσει έχει
καταλήξει εκεί που πρέπει να καταλήγει: στον έρωτα για την ομορφιά.
Συμφωνώ, είπε.
Το επόμενο πράγμα που, καθώς φαίνεται, έχουμε να κάνουμε
είναι να ερευνήσουμε και να επισημάνουμε τι τέλος πάντων απ' ότι πράττουν τώρα
στις πόλεις είναι κακό και εξαιτίας του οι πόλεις δεν έχουν τη συγκρότηση που
εκθέσαμε, και ποιο είναι το ελάχιστο, το οποίο, αν μεταβαλλόταν, θα συντελούσε
στο να λάβει η πόλη ένα πολίτευμα αυτής της μορφής ― το καλύτερο θα ήταν μία
αλλαγή ή έστω δύο, ειδάλλως όσο το δυνατόν λιγότερες και μικρότερες αλλαγές.
Πέρα για πέρα έτσι είναι, είπε.
Τότε λοιπόν, είπα, πιστεύω ότι μπορώ να δείξω πώς με την
αλλαγή ενός πράγματος θα ήταν δυνατόν να αλλάξει το πολίτευμα, βέβαια δεν
πρόκειται για μικρό πράγμα ούτε για εύκολο, είναι όμως κάτι που μπορεί να
γίνει.
Ποιο είναι αυτό; ρώτησε.
Είμαι, είπα, ακριβώς επάνω σ' εκείνο το σημείο που το
παρομοιάσαμε με το πελώριο κύμα. Θα το πω λοιπόν, κι ας με περιλούσει,
κυριολεκτικά σαν αφρισμένο κύμα, με γέλια και με περιφρόνηση. Πρόσεξε τι πάω να
πω.
Λέγε το, είπε.
Αν δεν συμβεί, είπα εγώ, ή να κυβερνήσουν στις πολιτείες οι
φιλόσοφοι ή να ασχοληθούν με τη φιλοσοφία, ανυστερόβουλα και άξια, αυτοί τους
οποίους τώρα τους αποκαλούν βασιλιάδες και άρχοντες, έτσι ώστε η πολιτική
δύναμη και η φιλοσοφία να συναντηθούν στο αυτό πρόσωπο, κι αν τούτος ο εσμός
όσων σήμερα πορεύονται χωριστά προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση δεν εμποδιστεί
δια της βίας να το κάνει αυτό, δεν θα 'χουν τελειωμό, φίλε Γλαύκων, οι συφορές
για τις πολιτείες, νομίζω ούτε και για το ανθρώπινο γένος, κι ούτε τούτο το
πολίτευμα, που τώρα μόλις το περιγράψαμε θεωρητικά, πρόκειται ποτέ να λάβει,
προτού να γίνουν αυτά, αληθινή υπόσταση και να βγει στο φως του ήλιου. Αυτό
είναι που ώρα τώρα διστάζω να το πω, καθώς βλέπω πόσο παράδοξο θα ακουστεί•
δύσκολο, βλέπεις, να το αντιληφθεί κανείς πως δεν είναι δυνατόν να υπάρξει
άλλος τρόπος να ευτυχήσουν ούτε τα άτομα ούτε το σύνολο!
Κι εκείνος τότε είπε: Σωκράτη, πέταξες μια κουβέντα και μια
σκέψη, κι αφού την είπες, ασφαλώς τώρα πρέπει να περιμένεις ότι πάρα πολλοί, κι
όχι οι χειρότεροι, θα βγάλουν τα ρούχα τους κι αρπάζοντας, έτσι γυμνοί, ό,τι
όπλο βρει καθένας τους μπροστά του θα ορμήσουν με όλη τους τη δύναμη καταπάνω
σου να σου κάνουν ένας θεός ξέρει τι! Αν δεν αντισταθείς με επιχειρήματα και
δεν τους ξεφύγεις, πραγματικά θα το πληρώσεις με ρεζίλεμα.
Και για όλ' αυτά, είπα, δεν ήσουνα εσύ η αιτία;
Βεβαίως, και καλά έκανα. Όμως δεν θα σε εγκαταλείψω αλλά θα
σου συμπαρασταθώ όσο μπορώ• και αυτό μπορώ να το κάνω με τη συμπάθειά μου και
με το κουράγιο που θα σου δίνω, και, ίσως, με το να σου απαντώ πιο προσεκτικά απ'
ότι ενδεχομένως κάποιος άλλος. Υπολογίζοντας λοιπόν σ' έναν τέτοιο συμπαραστάτη
προσπάθησε να δείξεις σε όσους δεν θέλουν να σε πιστέψουν ότι τα πράγματα είναι
όπως τα λες.
Ας προσπαθήσω, είπα, μιας κι έχω τόσο μεγάλη συμπαράσταση
από τη μεριά σου. Νομίζω λοιπόν ότι είναι απαραίτητο, αν πρόκειται να ξεφύγουμε
από αυτούς που λες, να τους εξηγήσουμε με σαφήνεια πώς εννοούμε τους
φιλοσόφους, όταν τολμάμε να υποστηρίζουμε ότι πρέπει να πάρουν στα χέρια τους
την εξουσία. Γιατί μόνο αν γίνει αυτή η ξεκάθαρη διάκριση, θα μπορέσει κανείς
να αμυνθεί δείχνοντας ότι σε ορισμένους ανθρώπους ταιριάζει από τη φύση τους να
καταπιάνονται με τη φιλοσοφία και να έχουν ηγετική θέση στην πόλη, ενώ οι άλλοι
δεν πρέπει καν να τα αγγίζουν αυτά αλλά μόνο να ακολουθούν τον ηγέτη.
Τότε λοιπόν, είπε, πως είναι σωστό ότι δεν πρόκειται να
έχουν τελειωμό οι συμφορές στις πολιτείες προτού να κυβερνήσουν σ' αυτές οι
φιλόσοφοι, αυτοί που εμείς παραδεχόμαστε ότι είναι άχρηστοι για τις πολιτείες
τους;
Θέτεις, του είπα εγώ, ένα ερώτημα που χρειάζεται να
απαντηθεί με μια παραβολή.
Εσύ όμως, έχω την εντύπωση, δεν συνηθίζεις να μιλάς με
παραβολές.
Μπράβο σου, είπα• με έμπλεξες σε ένα ζήτημα τόσο δύσκολο να
βρεις μια απόδειξη και μου κάνεις από πάνω και πλάκα; Άκου, τότε, την παραβολή
για να δεις ακόμη καλύτερα πόσο αδέξιος είμαι σ' αυτό. Είναι, βλέπεις, τόσο
φοβερό αυτό που έχουν πάθει εκείνοι οι εξαιρετικοί άνθρωποι στη σχέση τους με
τις πόλεις τους, ώστε το πάθημα τους να μην έχει το όμοιό του αλλά να πρέπει
κανείς, για να το περιγράψει και για να τους υπερασπιστεί κι αυτούς, να μαζέψει
στοιχεία από πολλές πλευρές, όπως κάνουν οι ζωγράφοι όταν ζωγραφίζουν
τραγελάφους και άλλα παρόμοια συνδυάζοντας διάφορες μορφές. Βάλε έτσι με το νου
σου ότι επάνω σε κάποιο πλοίο ή και σε πολλά πλοία συμβαίνει κάτι σαν και
τούτο: Ένας καραβοκύρης πιο σωματώδης και πιο χεροδύναμος απ' όσο όλοι μαζί οι
άλλοι, όσοι είναι πάνω στο καράβι, κάπως βαράκουος αλλά και με ελαττωματική
όραση, επίσης με ανάλογα ελλιπείς γνώσεις γύρω από τη ναυτική τέχνη, και ναύτες
που τσακώνονται μεταξύ τους ποιος θα πάρει στα χέρια του το τιμόνι, με τον
καθένα τους να νομίζει ότι πρέπει αυτός να γίνει κυβερνήτης, παρόλο ότι ποτέ
του δεν έμαθε την τέχνη αυτή ούτε κι είναι σε θέση να πει ποιον είχε δάσκαλο
ούτε να προσδιορίσει το χρόνο της μαθητείας του, και επιπλέον να ισχυρίζονται
ότι η ναυτική τέχνη δεν είναι κάτι που μπορεί κανείς να το διδαχθεί, έτοιμοι να
κατασπαράξουν όποιον υποστηρίζει το αντίθετο• κι όλους αυτούς να συνωστίζονται
διαρκώς γύρω από τον καραβοκύρη και να κάνουν τα πάντα για να τους δώσει το
τιμόνι, και άμα καμιά φορά δεν τον πείσουν οι ίδιοι αλλά κάποιοι άλλοι, τότε
τους άλλους αυτούς ή να τους σκοτώνουν ή να τους πετάνε στη θάλασσα• κι εκείνο
τον προκομμένο τον καραβοκύρη αφού τον εξουδετερώσουν δίνοντάς του υπνωτικό ή
κρασί μπόλικο ή κάτι άλλο, να τον δένουν έπειτα χεροπόδαρα και να αναλαμβάνουν
οι ίδιοι να κυβερνήσουν το καράβι και να διαχειριστούν ό,τι υπάρχει επάνω σ'
αυτό. Τότε πια πίνοντας και γλεντώντας, όπως είναι φυσικό για τέτοιους
ανθρώπους, συνεχίζουν το ταξίδι και, σαν να μην έφθανε αυτό, επαινούν και
χαρακτηρίζουν άξιο ναυτικό και κυβερνήτη και γνώστη του πλοίου οποιονδήποτε θα
είναι σε θέση να τους βοηθήσει αποτελεσματικά να πάρουν στα χέρια τους το
καράβι πείθοντας τον καραβοκύρη ή ασκώντας βία επάνω του, ενώ απεναντίας όποιον
δεν είναι τέτοιος τον κατακρίνουν ως άχρηστο• και δεν έχουν ιδέα πώς είναι ο
αληθινός κυβερνήτης, ότι χρειάζεται να έχει στραμμένο το νου του στις εναλλαγές
του χρόνου, των εποχών, του ουρανού, των άστρων, των ανέμων και σε όλα όσα
σχετίζονται με τη ναυτική τέχνη, αν πρόκειται στ' αλήθεια να είναι κυβερνήτης
πλοίου. Δεν το πιστεύουν ότι είναι δυνατόν να σπουδάσει κανείς και να μάθει πώς
να κυβερνάει ένα καράβι, άσχετα αν το θέλουν κάποιοι ή αν δεν το θέλουν, και με
αυτό δεν πιστεύουν ότι είναι δυνατόν να μάθει κανείς την κυβερνητική τέχνη.
Καθώς λοιπόν τέτοια πράγματα γίνονται στα πλοία, δεν νομίζεις ότι για τον
αληθινό κυβερνήτη θα πουν τα πληρώματα των πλοίων, στα οποία επικρατούν τέτοιες
καταστάσεις, ότι χαζεύει τα άστρα και φλυαρεί κι ότι τους είναι άχρηστος;
Ναι, ασφαλώς, είπε ο Αδείμαντος.
Δεν φαντάζομαι λοιπόν ότι θα χρειαστεί να εξετάσεις
εξονυχιστικά την παραβολή αυτή για να διαπιστώσεις ότι απεικονίζει τις
διαθέσεις που έχουν οι πόλεις απέναντι στους αληθινούς φιλοσόφους αλλά
αντιλαμβάνεσαι, πιστεύω, τι εννοώ.
Και πολύ μάλιστα, είπε.
Εξήγησε, τότε, πρώτα–πρώτα σε εκείνον ο οποίος απορεί που οι
φιλόσοφοι δεν έχουν στις πόλεις εκτίμηση, και προσπάθησε να τον πείσεις ότι θα
ήταν πολύ μεγαλύτερης απορίας άξιο αν θα είχαν εκτίμηση.
Ναι, θα του το εξηγήσω, είπε.
Κι ότι είναι σωστό αυτό που λες, ότι για τον πολύ κόσμο οι
πιο αξιόλογοι απ' όσους ασχολούνται με τη φιλοσοφία είναι άχρηστοι• γι' αυτήν
όμως την αχρηστία πες του ότι υπεύθυνους πρέπει να θεωρεί εκείνους οι οποίοι
αφήνουν τους φιλοσόφους αχρησιμοποίητους κι όχι τους ίδιους τους άξιους
φιλοσόφους. Γιατί είναι αφύσικο ο κυβερνήτης να παρακαλεί τους ναύτες να τον
κάνουν αρχηγό τους κι οι σοφοί να πηγαίνουν να χτυπούν τις πόρτες των πλουσίων•
κι εκείνος που είπε αυτή την εξυπνάδα δεν ήξερε τι έλεγε, αφού από τη φύση των
πραγμάτων το σωστό είναι ότι κατανάγκην ο άρρωστος ―είτε για πλούσιο πρόκειται
είτε για φτωχό― θα πάει ο ίδιος να χτυπήσει τις πόρτες των γιατρών, και
παρομοίως όποιος χρειάζεται να κυβερνηθεί θα χτυπήσει ο ίδιος τις πόρτες
εκείνου που έχει τη δύναμη να είναι κυβερνήτης κι όχι να παρακαλάει ο
κυβερνήτης τους κυβερνώμενους να κάτσουν να τους κυβερνήσει ― και μιλάμε βέβαια
για έναν κυβερνήτη από τον όποιο θα μπορούσε στ' αλήθεια να προκύψει κάποιο
όφελος. Δεν θα 'χες, έτσι, άδικο να παρομοιάσεις τους τωρινούς άρχοντες της πολιτικής
με τους ναύτες για τους οποίους μιλούσαμε μόλις πριν, κι εκείνους τους άλλους,
που τούτοι εδώ τους χαρακτηρίζουν άχρηστους και λένε γι' αυτούς ότι χαζεύουν τα
άστρα, να τους παρομοιάσεις με τους αληθινούς κυβερνήτες.
Πάρα πολύ σωστά, είπε.
Για αυτούς λοιπόν τους λόγους και υπό αυτές τις συνθήκες δεν
είναι εύκολο να έχουν εκτίμηση για το καλύτερο απ' όλα τα επαγγέλματα αυτοί, οι
οποίοι επαγγέλλονται τα εντελώς αντίθετα• ωστόσο η κατά πολύ μεγαλύτερη και
καταλυτικότερη δυσφήμηση της φιλοσοφίας προκαλείται εξαιτίας εκείνων που
ισχυρίζονται ότι ασχολούνται με αυτήν, εκείνων ακριβώς, τους οποίους, όπως
υποστηρίζεις, ένας κατήγορος της φιλοσοφίας τους χαρακτηρίζει, τους
περισσότερους από αυτούς, ως τρισάθλιους και τους σχετικά καλύτερους ως
άχρηστους ― κάτι που εγώ συμφώνησα ότι το λες σωστά. Έτσι δεν είναι;
Ναι.
Εξηγήσαμε λοιπόν για ποιο λόγο οι καλοί φιλόσοφοι είναι
άχρηστοι;
Βεβαίως.
Ύστερ' από αυτά, είπα, δοκίμασε να απεικονίσεις την
ανθρώπινη φύση μας ως προς την παιδεία και την απαιδευσία της πλάθοντας με το
νου σου μια κατάσταση όπως η ακόλουθη. Φαντάσου δηλαδή ανθρώπους σ' ένα οίκημα
υπόγειο, κάτι σαν σπηλιά, που το άνοιγμά της, ελεύθερο στο φως σε μεγάλη
απόσταση, θα απλώνεται σε όλο το πλάτος της σπηλιάς, και τους ανθρώπους αυτούς
να βρίσκονται μέσα εκεί από παιδιά αλυσοδεμένοι από τα σκέλια και τον αυχένα
ώστε να μένουν ακινητοποιημένοι και να κοιτάζουν μόνο προς τα εμπρός χωρίς να
μπορούν, έτσι αλυσοδεμένοι καθώς θα είναι, να στρέφουν γύρω το κεφάλι τους• κι
ένα φως να τους έρχεται από ψηλά κι από μακριά, από μια φωτιά που θα καίει πίσω
τους, κι ανάμεσα στη φωτιά και στους δεσμώτες, στην επιφάνεια του εδάφους, να
περνάει ένας δρόμος• κι εκεί δίπλα φαντάσου ένα τειχάκι χτισμένο παράλληλα στο
δρόμο σαν εκείνα τα χαμηλά παραπετάσματα που στήνουν οι ταχυδακτυλουργοί
μπροστά στους θεατές για να δείχνουν απο 'κει τα τεχνάσματά τους.
Το φαντάζομαι, είπε.
Φαντάσου ακόμη ότι κατά μήκος σ' αυτό το τειχάκι κάποιοι
άνθρωποι μεταφέρουν κάθε λογής κατασκευάσματα που εξέχουν από το τειχάκι,
αγάλματα και άλλα ομοιώματα ζώων, από πέτρα, από ξύλο ή από οτιδήποτε άλλο, κι
ότι, όπως είναι φυσικό, άλλοι από τους ανθρώπους που κουβαλάνε αυτά τα πράγματα
μιλούν ενώ άλλοι είναι σιωπηλοί.
Αλλόκοτη, είπε, η εικόνα που περιγράφεις, και οι δεσμώτες
αλλόκοτοι κι αυτοί.
Όμοιοι με εμάς, έκανα εγώ• γιατί πρώτα–πρώτα μήπως
φαντάζεσαι ότι οι δεσμώτες αυτοί εκτός από τον εαυτό τους και τους διπλανούς
τους βλέπουν ποτέ τους τίποτε άλλο πέρα από τις σκιές που ρίχνει το φως αντικρύ
τους στον τοίχο της σπηλιάς;
Μα πώς θα ήταν δυνατόν, είπε, αφού σ' όλη τους τη ζωή είναι
αναγκασμένοι να έχουν το κεφάλι τους ακίνητο;
Και με τα πράγματα που περνούν μπροστά στο τειχάκι τι
γίνεται; Τι άλλο εκτός από τις σκιές τους βλέπουν οι δεσμώτες:
Σαν τι άλλο θα μπορούσαν να δουν;
Αν, τώρα, είχαν τη δυνατότητα να συνομιλούν, δεν νομίζεις
ότι θα πίστευαν πως αυτά για τα όποια μιλούν δεν είναι παρά οι σκιές που
έβλεπαν να περνούν μπροστά από τα μάτια τους;
Κατανάγκην, είπε.
Κι αν υποθέσουμε ακόμη ότι στο δεσμωτήριο ερχόταν και
αντίλαλος από τον αντικρυνό τοίχο; Κάθε φορά που θα μιλούσε κάποιος από όσους
περνούσαν πίσω τους, φαντάζεσαι ότι οι δεσμώτες δεν θα πίστευαν ότι η φωνή
βγαίνει από τη σκιά που θα έβλεπαν να περνά από μπροστά τους;
Μα το Δία, είπε, και βέβαια.
Ασφαλώς λοιπόν, είπα εγώ, οι άνθρωποι αυτοί δεν θα ήταν
δυνατόν να πιστέψουν για αληθινό τίποτε άλλο παρά μονάχα τις σκιές των
κατασκευασμάτων.
Ανάγκη αδήριτη, είπε.
Σκέψου τώρα, είπα εγώ, ποια μορφή θα μπορούσε να πάρει η
απαλλαγή τους από τα δεσμά και η γιατρειά τους από την πλάνη και την αφροσύνη,
αν τύχαινε και τους συνέβαιναν τα εξής: Κάθε φορά που κάποιος από αυτούς θα
λυνόταν και θα αναγκαζόταν ξαφνικά να ελευθερωθεί και να γυρίσει το κεφάλι και
να περπατήσει και να αντικρύσει το φως ψηλά ―κι όλα αυτά πονώντας πολύ και
αδυνατώντας από την εκτυφλωτική λάμψη να διακρίνει εκείνα τα πράγματα που ως
τώρα έβλεπε τις σκιές τους―, τι φαντάζεσαι ότι θα έλεγε ο άνθρωπος αυτός, αν
κάποιος του έλεγε ότι όσα έβλεπε πρωτύτερα ήταν ανοησίες και ότι τώρα είναι
κάπως πιο κοντά στην πραγματικότητα κι ότι έχοντας τώρα στραφεί σε αντικείμενα
πιο πραγματικά βλέπει σωστότερα; Ιδίως μάλιστα αν δείχνοντάς του καθένα από τα
αντικείμενα που περνούσαν από μπροστά του τον ρωτούσε και τον υποχρέωνε να
απαντήσει τι είναι το καθένα τους. Δεν νομίζεις ότι ο άνθρωπος εκείνος θα τα
'χανε και θα πίστευε ότι όσα έβλεπε τότε ήταν αληθινότερα από εκείνα που του
έδειχναν τώρα;
Και πολύ μάλιστα.
Κι άμα θα τον ανάγκαζε να κοιτάξει στο ίδιο το φως, δεν θα
αισθανόταν έντονο πόνο στα μάτια και δεν θα προσπαθούσε να το αποφύγει
στρέφοντας το βλέμμα του πάλι σ' εκείνα που μπορεί να βλέπει, και δεν θα νόμιζε
ότι εκείνα είναι στ' αλήθεια πιο σαφή και ευκρινή από όσα του έδειχναν τώρα;
Έτσι, είπε.
Αν, τέλος, είπα εγώ, κάποιος τον τραβούσε δια της βίας προς
τα έξω από ένα ανέβασμα κακοτράχαλο κι απότομο και δεν τον άφηνε προτού να τον
βγάλει στο φως του ήλιου, άραγε ο δεσμώτης δεν θα πονούσε και δεν θα
αγανακτούσε που τον τραβολογούσαν, κι όταν θα έβγαινε στο φως, έτσι καθώς τα
μάτια του θα ήταν πλημμυρισμένα από την εκτυφλωτική λάμψη, δεν θα του ήταν
εντελώς αδύνατο να διακρίνει έστω και ένα από τα πράγματα, για τα οποία θα του
λέγανε τώρα πως είναι αληθινά;
Θα του ήταν αδύνατον, είπε• έτσι στα ξαφνικά τουλάχιστον.
Θα χρειαζόταν, νομίζω, κάποιος χρόνος προσαρμογής,
προκειμένου να αντικρύσει τα πράγματα επάνω. Έτσι, στην αρχή, θα διέκρινε
ευκολότερα τις σκιές, έπειτα τα είδωλα των ανθρώπων και των άλλων πραγμάτων στο
νερό κι ύστερα τα ίδια τα πράγματα• από αυτά όσα βρίσκονται στον ουρανό, και
αυτό τον ίδιο τον ουρανό, θα μπορούσε να τα κοιτάξει πιο εύκολα τη νύχτα με το
φως των άστρων και του φεγγαριού παρά την ημέρα, με τον ήλιο και το φως του.
Ασφαλώς.
Και τελευταίο απ' όλα θα μπορούσε να αντικρύσει τον ήλιο,
όχι είδωλά του στο νερό ή σε κάποια θέση άλλην από τη δική του, αλλά τον ήλιο
αυτόν καθαυτόν στον δικό του τόπο, και να θεαστεί τη φύση του.
Κατανάγκην, είπε.
Κι ύστερα από αυτά θα έφθανε να συλλάβει με το λογισμό του
ότι αυτός, ο ήλιος, είναι που δωρίζει τις εποχές και τα χρόνια και που
διαφεντεύει τα πάντα στη σφαίρα των ορατών πραγμάτων, και κατά κάποιον τρόπο
είναι η αιτία για όλα όσα έβλεπαν ο ίδιος και οι άλλοι δεσμώτες.
Προφανώς, είπε, αυτό θα ήταν το επόμενο συμπέρασμά του.
Λοιπόν; Καθώς θα ξαναθυμάται τον τόπο, στον οποίο έμενε
πρώτα, τη «σοφία» που είχαν εκεί, και τους συγκρατούμενούς του εκεί, δεν
νομίζεις ότι θα καλοτυχίζει τον εαυτό του για την αλλαγή, ενώ για 'κείνους θα
αισθάνεται οίκτο;
Και πολύ μάλιστα.
Κι αν υποθέσουμε ότι οι δεσμώτες είχαν θεσπίσει τότε κάποιες
τιμές και επαίνους μεταξύ τους και βραβεία για όποιον διέκρινε καθαρότερα απ'
όλους τα αντικείμενα που περνούσαν μπροστά τους, ή για όποιον συγκρατούσε στη
μνήμη του ποια από αυτά συνήθως περνούσαν πρώτα, ποια ύστερα και ποια πήγαιναν
μαζί με ποια, έτσι που βάσει αυτού να έχει κάποια ιδιαίτερη ικανότητα στο να
μαντεύει τι επρόκειτο να περάσει κάθε φορά, έχεις μήπως τη γνώμη ότι ο άνθρωπος
αυτός θα φλεγόταν από την επιθυμία για τέτοια πράγματα και ότι θα ζήλευε όσους
τιμούνταν εκεί και είχαν δύναμη και αναγνώριση; Ή θα είχε πάθει αυτό που λέει ο
Όμηρος, και θα επιθυμούσε διακαώς «πάνω στη γη να ζούσε κι ας ξενοδούλευε σε
κάποιον άκληρο» ή να υπέφερε οτιδήποτε παρά να νομίζει τέτοια πράγματα και να
ζει όπως εκείνοι;
Έτσι νομίζω κι εγώ, είπε• θα προτιμούσε να πάθαινε οτιδήποτε
παρά να ζει εκείνη τη ζωή.
Συλλογίσου τώρα και τούτο, είπα εγώ. Αν ένας άνθρωπος σαν
αυτόν κατέβαινε ξανά εκεί κάτω και καθόταν στην ίδια θέση, άραγε τα μάτια του
δεν θα ήταν γεμάτα σκοτάδι, καθώς θα ερχόταν έτσι απότομα από το φως του ήλιου;
Βεβαιότατα.
Κι αν θα χρειαζόταν να παραβγεί πάλι με εκείνους που είχαν
παραμείνει δεσμώτες προσπαθώντας να διακρίνει τις σκιές, ενώ η όρασή του θα
είναι αδύναμη ωσότου να προσαρμοστούν τα μάτια του κι ο χρόνος της προσαρμογής
όχι πολύ σύντομος, άραγε δεν θα γινόταν περίγελως και δεν θα έλεγαν γι' αυτόν
ότι γύρισε με τα μάτια του χαλασμένα απο 'κει πάνω που ανέβηκε, και ότι δεν
αξίζει τον κόπο ούτε καν να δοκιμάσει κανείς να ανεβεί επάνω; Κι όποιον θα
επιχειρούσε να τους λύσει από τα δεσμά και να τους ανεβάσει επάνω, αυτόν, αν
μπορούσαν με κάποιον τρόπο να τον πιάσουν στα χέρια τους και να τον σκοτώσουν,
δεν θα τον σκότωναν;
Ασφαλώς, είπε.
Αυτή λοιπόν την εικόνα, φίλε Γλαύκων, πρέπει να την
συνδέσουμε ολόκληρη με όσα λέγαμε πρωτύτερα, και να παρομοιάσουμε την περιοχή
που μας εμφανίζεται διαμέσου της όρασης με τη διαμονή στο δεσμωτήριο, και το
φως της φωτιάς που υπάρχει εκεί με τη δύναμη του ήλιου• κι αν παραβάλεις το
ανέβασμα προς τα πάνω, και τη θέαση των πραγμάτων του επάνω κόσμου με την άνοδο
της ψυχής στον νοητό τόπο, δεν θα πέσεις μακριά από τη δική μου πίστη, μια που
θέλεις να την ακούσεις. Κατά πόσο αληθεύει, το ξέρει ο θεός. Σ' εμένα πάντως το
πράγμα φαίνεται να έχει ως εξής. Στη σφαίρα της γνώσης γίνεται ορατή, τελευταία
και με μεγάλη δυσκολία, η ιδέα του Αγαθού και, σαν γίνει ορατή, πρέπει κανείς
να την συλλογιστεί ως την αιτία κάθε σωστού και ωραίου πράγματος όσον αφορά όλα
τα όντα ― αυτήν η οποία στον ορατό τόπο γέννησε το φως και τον άρχοντά του, και
η οποία στον νοητό τόπο είναι η ίδια αρχόντισσα που δώρησε αλήθεια και νόηση
και ότι την ιδέα αυτή του Αγαθού είναι απαραίτητο να την αντικρύσει όποιος
μέλλει να πράξει με φρόνηση είτε στην ιδιωτική είτε στη δημόσια σφαίρα.
Συμφωνώ, είπε, κι εγώ μαζί σου, με τον τρόπο βέβαια που
μπορώ.
Έλα τότε λοιπόν, είπα εγώ, να συμφωνήσεις μαζί μου και σε
τούτο, και μην παραξενεύεσαι που όσοι έφθασαν ως εκεί δεν θέλουν να
καταπιάνονται με τις συνηθισμένες ασχολίες των ανθρώπων αλλά οι ψυχές τους
ποθούν να μένουν εκεί στα ψηλά• κι είναι, υποθέτω, φυσικό να συμβαίνει έτσι, αν
η εικόνα που αναφέραμε πρωτύτερα είναι σωστή.
Βεβαίως είναι φυσικό, είπε.
Το νομίζεις, τότε, παράξενο, είπα εγώ, αν κάποιος, ύστερ'
από εκείνη τη θέαση πραγμάτων θεϊκών, μόλις έλθει σε επαφή με τις ανθρώπινες
μικρότητες, φέρεται αδέξια και φαίνεται πολύ γελοίος καθώς η όρασή του είναι
ακόμη ανήμπορη να δει, και προτού συνηθίσει αρκετά στη σκοτεινιά του κόσμου,
αναγκαστεί να μπλέξει σε δικαστικούς αγώνες και άλλα τέτοια για τις σκιές του
δικαίου ή για τα είδωλα που ρίχνουν αυτές οι σκιές και να πολεμάει με πάθος τις
δοξασίες που έχουν γι' αυτά άνθρωποι, οι οποίοι την αληθινή δικαιοσύνη δεν την
έχουν αντικρύσει ποτέ τους;
Δεν το νομίζω διόλου παράξενο, είπε.
Όποιος όμως έχει νου, είπα, θα αναλογιστεί ότι δύο ειδών
είναι οι συγχύσεις που συμβαίνουν στα μάτια και δύο ειδών οι αιτίες στις οποίες
οφείλονται, ανάλογα με το αν περνάει κανείς από το φως στο σκοτάδι ή από το
σκοτάδι στο φως. Και θεωρώντας ότι ακριβώς τα ίδια συμβαίνουν και με την ψυχή,
όποτε θα βλέπει κάποια ψυχή να τα 'χει χαμένα και να μην μπορεί να διακρίνει
κάτι, αυτός δεν θα βάζει τα γέλια, ασυλλόγιστα, αλλά θα προσπαθεί να
διαπιστώσει τι από τα δύο συμβαίνει: Είναι άραγε τυφλωμένη επειδή έχοντας έλθει
από μια ζωή φωτεινότερη δεν είναι συνηθισμένη στο σκοτάδι ή, αντιθέτως, επειδή
προχωράει από την περισσή αμάθεια σε μια περιοχή φωτεινότερη, κάτι πιο λαμπερό
έχει πλημμυρίσει τα μάτια της με εκτυφλωτικό φως; Κι έτσι τη μια ψυχή θα την
καλοτυχίσει για το πάθημά της και για τον τρόπο της ζωής της, ενώ για την άλλη
θα αισθανθεί λύπη, κι αν θα 'δειχνε τη διάθεση να την περιγελάσει, το γέλιο του
αυτό θα ήταν λιγότερο καταγέλαστο απ' ότι το γέλιο για εκείνη που έχει φθάσει εδώ
από ψηλά, από το φως.
Πάρα πολύ μετρημένα, είπε, τα λόγια σου.
Τότε, είπα, αν τούτα 'δω είναι αληθινά, πρέπει κι εμείς να
παραδεχθούμε το εξής σχετικά με αυτά: Ότι η παιδεία δεν είναι ό,τι ισχυρίζονται
γι' αυτήν κάποιοι, οι οποίοι έχουν για επάγγελμά τους την εκπαίδευση.
Ισχυρίζονται δηλαδή ότι μέσα στην ψυχή δεν υπάρχει γνώση κι ότι κατά κάποιον
τρόπο τη γνώση την βάζουν αυτοί στην ψυχή, περίπου σαν να έβαζαν όραση σε μάτια
τυφλών.
Το ισχυρίζονται πράγματι, είπε.
Απεναντίας, η τωρινή διερεύνησή μας, είπα εγώ, δείχνει αυτή
τη δύναμη της γνώσης που καθένας έχει μέσα στην ψυχή του, κι επίσης το
εργαλείο, με το οποίο καθένας φθάνει στη μάθηση. Όπως ακριβώς αν δεν υπήρχε
άλλος τρόπος να στρέφει κανείς τα μάτια του από το σκοτάδι στο φως παρά μόνο
στρέφοντας ολόκληρο το σώμα, έτσι πρέπει να στραφεί με ολόκληρη την ψυχή από
την περιοχή του γίγνεσθαι προς την άλλη πλευρά, ώσπου να γίνει ικανή η ψυχή να
αντέχει να αντικρύζει το ον και το πιο φωτεινό από το ον• και ισχυριζόμαστε ότι
αυτό είναι το Αγαθό. Δεν είναι έτσι;
Ναι.
Επομένως η παιδεία, είπα εγώ, θα είναι η τέχνη για αυτό το
πράγμα, για τη μεταστροφή της ψυχής, με ποιον τρόπο δηλαδή η μεταστροφή θα
συντελεστεί όσο το δυνατόν ευκολότερα και αποτελεσματικότερα, όχι πώς θα
εμφυτευθεί στο όργανο αυτό η δύναμη της όρασης, αλλά θεωρώντας δεδομένο ότι το
όργανο διαθέτει αυτή τη δύναμη κι ότι απλώς δεν είναι στραμμένο στη σωστή
κατεύθυνση και δεν κοιτάζει προς τα εκεί που θα έπρεπε, να μηχανευτεί η τέχνη
της παιδείας έναν τρόπο ώστε αυτό να κατορθωθεί.
Έτσι φαίνεται, είπε.
Οι άλλες, τώρα, αρετές, που γενικώς χαρακτηρίζονται ως
αρετές της ψυχής, φαίνεται ότι είναι κάπως κοντά στο σώμα ―γιατί στ' αλήθεια,
ενώ πρωτύτερα δεν υπήρχαν στην ψυχή, ύστερα, με τον εθισμό και την άσκηση,
εμφυτεύονται σ' αυτήν―, ενώ η φρόνηση κι η γνώση φαίνεται να ριζώνει σε κάτι
ασυγκρίτως πιο θεϊκό που ποτέ δεν χάνει τη δύναμή του αλλά που με τη μεταστροφή
γίνεται χρήσιμο και ωφέλιμο, κι άλλοτε πάλι άχρηστο και βλαβερό. Ή μήπως δεν
έχεις διόλου προσέξει την ψυχή ανθρώπων, για τους οποίους λέμε ότι είναι φαύλοι
αλλά πανέξυπνοι, πόσο κόβει το μάτι τους και με πόση οξυδέρκεια διακρίνουν αυτά
στα οποία είναι στραμμένο το βλέμμα τους• δεν βλέπει άσχημα η ψυχή τους, είναι
όμως αναγκασμένη να υπηρετεί την κακία, κι έτσι όσο καλύτερα βλέπει τόσο
περισσότερα κακά απεργάζεται.
Βεβαίως, είπε.
Σ' αυτήν όμως τη φτιαξιά, είπα εγώ, αν έπαιρνε κάποιος ένα
μαχαίρι κι άρχιζε από την παιδική κιόλας ηλικία να της κόβει ολόγυρα τα μέρη
που συγγενεύουν με τον κόσμο του γίγνεσθαι και που με την πολυφαγία και τη
λαγνεία και τις άλλες ηδονές έχουν προσκολληθεί επάνω της και σαν κομμάτια
μολύβι της γυρίζουν την όψη προς τα κάτω ― αυτά που αν τα ξεφορτωνόταν, θα
στρεφόταν στα αληθινά όντα και τότε η ίδια αυτή δύναμη των ίδιων ανθρώπων θα
έβλεπε τα αληθινά τόσο ξεκάθαρα όσο κι αυτά στα οποία είναι τώρα στραμμένη.
Φυσικά, είπε.
Τότε; Δεν είναι φυσικό, είπα εγώ, και δεν συνάγεται
κατανάγκην από όσα έχουμε πει ότι άνθρωποι αμόρφωτοι, δίχως καμιά εμπειρία της
αλήθειας, δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν να διοικήσουν ικανοποιητικά μια πολιτεία
ούτε, επίσης, άνθρωποι αφημένοι να περνούν ως το τέλος τη ζωή τους μελετώντας;
Οι πρώτοι επειδή δεν έχουν θέσει ένα στόχο προς τον οποίο θα πρέπει να
κατατείνουν όλες οι πράξεις τους, οι ιδιωτικές και οι δημόσιες, οι δεύτεροι
επειδή από δική τους προαίρεση δεν πρόκειται να ασχοληθούν με τίποτε πρακτικό,
καθώς θα νομίζουν ότι έχουν μεταφερθεί, ζωντανοί ακόμη, και ζουν στα νησιά των
μακάρων!
Δίκιο έχεις, είπε.
Το έργο λοιπόν, είπα εγώ, που έχουμε να επιτελέσουμε εμείς,
οι θεμελιωτές της πόλης, είναι να υποχρεώσουμε όσους από τη φύση τους είναι
προικισμένοι κατά τον καλύτερο τρόπο να προσεγγίσουν εκείνο το μάθημα που
προηγουμένως το χαρακτηρίσαμε ως το μέγιστο: να αντικρύσουν το Αγαθό και να
βγάλουν εκείνη την ανηφοριά, και σαν ανέβουν και το κοιτάξουν αρκετά, να μην
τους επιτρέψουμε αυτό που τώρα επιτρέπεται.
Δηλαδή ποιο;
Το να μένουν, είπα εγώ, εκεί και να μη θέλουν να κατέβουν
πάλι δίπλα σ' εκείνους τους δεσμώτες και να μοιραστούν μαζί τους τούς κόπους
και τις τιμές, είτε αυτές είναι τιποτένιες είτε σπουδαιότερες.
Μα τότε, είπε, δεν θα τους αδικήσουμε και δεν θα τους
κάνουμε να ζουν χειρότερα, ενώ μπορούν να ζήσουν καλύτερα;
Ξέχασες πάλι, είπα εγώ, φίλε μου, ότι το νόμο δεν τον
ενδιαφέρει πώς μια ορισμένη τάξη στην πόλη θα γίνει ιδιαίτερα ευτυχισμένη, αλλά
αναζητεί τρόπους ώστε η ευτυχία αυτή να πραγματοποιηθεί για όλη την πόλη
συνενώνοντας αρμονικά τους πολίτες με την πειθώ αλλά και τον εξαναγκασμό,
κάνοντάς τους να δίνουν ο ένας στον άλλο την ωφέλεια που μπορεί καθένας από
αυτούς να προσφέρει στο σύνολο και πλάθοντας ο ίδιος ο νόμος τέτοιους άνδρες
στην πόλη όχι για να τους αφήνει έπειτα να τραβούν κατα 'κει που αρέσει στον
καθένα αλλά για να τους χρησιμοποιεί ο ίδιος για την ενίσχυση της ενότητας της
πόλης.
Σωστά, είπε• το είχα ξεχάσει.
Σκέψου ακόμη, Γλαύκων, ότι δεν πρόκειται να αδικήσουμε τους
φιλοσόφους που θα βγάλει η πόλη μας αλλά θα τους πούμε σωστά πράγματα
υποχρεώνοντάς τους να φροντίζουν τους άλλους και να τους προσέχουν. Θα τους
πούμε δηλαδή ότι εύλογα στις άλλες πόλεις οι φιλόσοφοι όπως αυτοί δεν
συμμετέχουν σε βαριά καθήκοντα• γιατί ξεφυτρώνουν από μόνοι τους χωρίς τη
σκόπιμη δράση της μιας ή της άλλης πολιτείας, και είναι δίκαιο ό,τι φυτρώνει
από μόνο του, χωρίς να χρωστά σε κανέναν την τροφή του, να μην έχει και τη
διάθεση να πληρώσει σε κάποιον για τη διατροφή. Εσάς όμως σας αναστήσαμε προς
το δικό σας αλλά και το δικό μας το συμφέρον, κάτι σαν οδηγητές και βασιλιάδες
σ' ένα σμήνος μέλισσες, και σας έχουμε δώσει παιδεία πιο καλή και πιο
ολοκληρωμένη από εκείνων την παιδεία και σας έχουμε κάνει και στα δύο, στην
πολιτική όσο και στη φιλοσοφία, πιο δυνατούς. Ας κατεβείτε λοιπόν, καθένας με
τη σειρά του, στον τόπο που μένουν οι άλλοι κι ας συνηθίσετε μαζί μ' εκείνους
κι εσείς να βλέπετε τις σκιές• γιατί όταν το συνηθίσετε, θα διακρίνετε χίλιες
φορές καλύτερα απ' όσο οι δεσμώτες εκεί στη σπηλιά και θα αναγνωρίζετε τα
είδωλα ένα προς ένα, τι λογής είναι και ποιανού πράγματος αποτελούν είδωλο,
διότι εσείς έχετε δει την αλήθεια των όμορφων, των δίκαιων, των αγαθών
πραγμάτων. Κι έτσι θα 'ναι αληθινή η ζωή που θα ζήσουμε, εμείς κι εσείς, στην
πόλη, κι όχι ένα όνειρο, όπως είναι τώρα στις περισσότερες πολιτείες όπου οι
άνθρωποι πολεμούν ο ένας τον άλλο για σκιές και ξεσηκώνονται να αρπάξουν την
εξουσία, λες και είναι τάχα η εξουσία κανένα μεγάλο καλό. Ενώ, βέβαια, η
αλήθεια είναι τούτη: Σε μια πολιτεία όπου όσοι πρόκειται να ασκήσουν εξουσία
έχουν ελάχιστα τη διάθεση να εξουσιάζουν, τα πράγματα σ' αυτή την πολιτεία θα
πηγαίνουν περίφημα και δεν θα υπάρχει καμιά αναταραχή, ενώ όπου οι άρχοντες θα
έχουν την αντίθετη διάθεση, θα είναι και η κατάσταση των πραγμάτων η αντίθετη.
Βεβαίως, είπε.
Φαντάζεσαι λοιπόν ότι οι μαθητές μας δεν θα πειθαρχήσουν
ακούγοντάς τα αυτά και δεν θα θελήσουν να έχουν κι αυτοί κάποια συμμετοχή,
καθένας με τη σειρά του, στο μόχθο της πολιτικής, αλλά ότι τον περισσότερο
χρόνο θα μένουν μαζί ο ένας με τον άλλο σε εκείνο τον καθαρότερο τόπο;
Αδύνατον, είπε• γιατί θα δώσουμε δίκαιες προσταγές σε
δίκαιους ανθρώπους. Και ασφαλώς καθένας από αυτούς, αντίθετα απ' ότι συμβαίνει
με τους τωρινούς άρχοντες των πολιτειών, θα αναλαμβάνει την εξουσία θεωρώντας
την κάτι αναπόφευκτα αναγκαίο.
Έτσι είναι, φίλε μου, είπα• αν σ' αυτούς που πρόκειται να
κυβερνήσουν εξασφαλίσεις μια ζωή καλύτερη από τη ζωή ενός κυβερνήτη, τότε θα
μπορέσει να γίνει για σένα πραγματικότητα αυτή η πόλη με την καλή διακυβέρνηση.
Γιατί μόνο σ' αυτήν θα κυβερνήσουν όσοι έχουν στ' αλήθεια πλούτο ― όχι χρυσάφι,
αλλά τον πλούτο που είναι απαραίτητο να τον έχει ο ευτυχισμένος άνθρωπος: μια
ζωή γεμάτη αρετή και σοφία. Απεναντίας, όταν έρχονται να ασχοληθούν με τα κοινά
άνθρωποι φτωχοί και στερημένοι, χωρίς κανένα δικό τους αγαθό στη ζωή,
νομίζοντας πως θα 'πρεπε ό,τι καλό τους λείπει να το αρπάξουν από εδώ, τότε δεν
κάνουμε τίποτα. Γιατί άμα η εξουσία γίνεται περιμάχητη, ο πόλεμος αυτός, που
την αφορά άμεσα και τον έχει μέσα της, τους αφανίζει και αυτούς τους ίδιους αλλά
και την υπόλοιπη πόλη.
Πολύ σωστά, είπε.
Ξέρεις εσύ, είπα, κανέναν άλλο τρόπο ζωής που να περιφρονεί
τα πολιτικά αξιώματα εκτός από τον τρόπο της ζωής του αληθινού φιλοσόφου;
Μα το Δία όχι, είπε εκείνος.
Ωστόσο είναι ανάγκη στην εξουσία να μην ανέρχονται άνθρωποι
που έχουν έρωτα για αυτήν• διαφορετικά οι αντίζηλοί τους θα τους πολεμήσουν.
Ασφαλώς.
Ποιους άλλους λοιπόν θα αναγκάσεις να αναλάβουν τη φύλαξη
της πόλης παρά εκείνους που έχουν στοχαστεί όσο κανένας άλλος με ποια μέσα
κυβερνιέται καλύτερα η πολιτεία και έχουν δοκιμάσει κι άλλες τιμές και έναν
τρόπο ζωής καλύτερον από του πολιτικού ηγέτη;
Κανέναν άλλο, είπε.
Ωστόσο, είπα εγώ, δεν είναι δυνατόν να το πιστέψουμε αυτό
―δεν θα μας το επιτρέψει το λογικό μας― όπως πάλι δεν θα μας επιτρέψει να πιστέψουμε
ότι η ψυχή, στην πιο αληθινή της φύση, έχει υφή τέτοια που να 'ναι γεμάτη από
ετερόκλητη πολλότητα και ανομοιότητα και διαφορά σε σύγκριση με τον ίδιο τον
εαυτό της.
Πώς το εννοείς αυτό; ρώτησε.
Δεν είναι εύκολο, είπα εγώ, να είναι αιώνιο ένα πράγμα
σύνθετο από πολλά μέρη το οποίο δεν έχει την πιο τέλεια συγκρότηση, όπως μας
φάνηκε τώρα ότι συμβαίνει με την ψυχή.
Φυσικά δεν είναι.
Ότι λοιπόν η ψυχή είναι αθάνατη, αυτό μας αναγκάζουν να το
παραδεχθούμε και το επιχείρημα που μόλις αναφέραμε και τα άλλα επιχειρήματα. Αν
θέλει όμως κανείς να δει τι λογής πράγμα είναι στ' αλήθεια η ψυχή, δεν πρέπει
να την δει κακοποιημένη από το συσχηματισμό της με το σώμα και με τα άλλα κακά,
όπως την βλέπουμε τώρα εμείς, αλλά να την θεαστεί προσεκτικά με το λογισμό του,
πώς είναι η ψυχή όταν καθαρθεί, και θα διαπιστώσει τότε ότι είναι πολύ
ομορφότερη, κι επίσης θα διακρίνει καθαρότερα τις δικαιοσύνες και τις αδικίες
κι όλα όσα ανιστορήσαμε τώρα εμείς. Βέβαια, όσα είπαμε τώρα γι' αυτήν, έτσι
όπως εμφανίζεται στην τωρινή κατάστασή της, αληθεύουν• ωστόσο την είδαμε σε μια
κατάσταση σαν κι εκείνη του θαλασσινού Γλαύκου: όσοι τον βλέπουν δεν μπορούν
εύκολα να αναγνωρίσουν την πρωτινή φύση του, επειδή τα παλαιά μέρη του σώματος
έχουν άλλα ξεκοπεί, άλλα συντριβεί και εντελώς παραμορφωθεί από τα κύματα, ενώ
σε άλλα έχουν φυτρώσει πάνω τους όστρακα και φύκια και χαλίκια, έτσι που να
μοιάζει περισσότερο με κάθε λογής άγριο θηρίο παρά με ό,τι αρχικά ήταν από τη
φύση του. Σε τέτοια κατάσταση βλέπουμε να είναι και η ψυχή εξαιτίας μύριων
κακών. Όμως, Γλαύκων, πρέπει να κοιτάξουμε προς τα 'κει.
Πού; έκανε αυτός.
Στην αγάπη της για τη σοφία, και να συλλογιστούμε ποια
πράγματα αγγίζει και ποιες συναναστροφές επιζητεί καθώς έχει συγγένεια με το
θείο και το αθάνατο και το αιώνιο, επίσης ποιας λογής θα γινόταν, αν αφηνόταν
εξολοκλήρου στο θείο και το αιώνιο και με την ώθηση αυτή έβγαινε από τη
θάλασσα, όπου είναι τώρα, και τίναζε από πάνω της τις πέτρες και τα όστρακα, το
πυκνό και άγριο στρώμα από χώμα και πέτρες που 'χει κατακαθίσει ολόγυρα στο
κορμί της από τα, όπως τα λένε, ευτυχισμένα φαγοπότια της: γιατί με χώμα τρέφεται.
Και τότε θα μπορούσε κανείς να δει την αληθινή φύση της, αν έχει πολλές όψεις ή
μία μόνο ή πώς αλλιώς είναι πλασμένη. Για την ώρα πάντως τις καταστάσεις και
τις μορφές που παίρνει στην ανθρώπινη ζωή της τις έχουμε, νομίζω, παρουσιάσει
αρκετά σωστά.
Ασφαλώς.
Τα βραβεία επομένως, είπα εγώ, οι ανταμοιβές και τα δώρα που
παίρνει στη διάρκεια της ζωής του ο δίκαιος από θεούς κι από ανθρώπους, πέρα
από τα αγαθά που του πρόσφερε αυτή καθεαυτήν η δικαιοσύνη, θα είναι τέτοιου
είδους.
Και θα' ναι, είπε, πολύ όμορφα πράγματα και σίγουρα.
Αυτά ωστόσο, είπα εγώ, δεν είναι τίποτα, ούτε ως προς το
πλήθος ούτε ως προς το μέγεθος, μπροστά σ' εκείνα που περιμένουν τον καθένα από
τους δύο, όταν πεθάνει. Κι αυτά είναι ανάγκη να τα ακούσουν, ώστε και ο δίκαιος
και ο άδικος να πάρουν από τη συζήτηση όλα όσα επιβάλλεται να ακούσει καθένας
τους.
Λέγε τα, τότε, είπε• γιατί δεν υπάρχουν πολλά άλλα πράγματα
που θα τα άκουγα με περισσότερη ευχαρίστηση.
Μην περιμένεις, είπα εγώ, να σου πω κανένα μακρόσυρτο
παραμύθι σαν του Αλκίνοου, θα σου πω το παραμύθι ενός γενναίου άνθρωπου, του
Ηρός, του γιου του Αρμένιου, από το γένος των Παμφύλων.
Ο άνθρωπος αυτός
σκοτώθηκε στον πόλεμο, κι όταν τη δέκατη μέρα σήκωσαν τους νεκρούς, σε
αποσύνθεση πια, αυτόν τον βρήκαν άθικτο• τον πήγαν στον τόπο του για να τον
θάψουν, και τη δωδέκατη μέρα από το θάνατο του, εκεί που τον είχαν επάνω στην
πυρά, αυτός ξαναζωντάνεψε και, γυρίζοντας πάλι στη ζωή, ανιστορούσε όσα είχε
δει εκεί. Είπε ότι σαν βγήκε η ψυχή του, πορεύτηκε με άλλους πολλούς κι έφθασαν
σ' έναν τόπο δαιμονικό, όπου υπήρχαν δυο ανοίγματα της γης, δίπλα–δίπλα το ένα
με το άλλο, και απέναντί τους απάνω στον ουρανό άλλα δύο. Ανάμεσα σ' αυτά
κάθονταν δικαστές, οι οποίοι κάθε φορά που τελείωναν τη δίκη, τους μεν δίκαιους
τους πρόσταζαν να ακολουθήσουν το δρόμο που έβγαζε προς τα δεξιά και προς τα
πάνω μέσα από τον ουρανό, αφού προηγουμένως τους κρεμούσαν στο στήθος σημάδια
της απόφασης που είχαν βγάλει, ενώ τους άδικους τους έστελναν από το δρόμο που
ήταν στα αριστερά και οδηγούσε προς τα κάτω• είχαν κι αυτοί, κρεμασμένα πίσω
τους, σημάδια για όλα όσα έπραξαν. Όταν παρουσιάστηκε κι αυτός στους δικαστές,
του είπαν ότι έπρεπε να γίνει αγγελιαφόρος και να πει στους ανθρώπους τι
συνέβαινε εκεί, και του έδωσαν την εντολή να ακούει και να κοιτάει με προσοχή
τα πάντα σ' εκείνο τον τόπο. Είδε έτσι εκεί τις ψυχές που έφευγαν μέσα από τα
δύο ανοίγματα του ουρανού και της γης, αφού πια είχαν κριθεί, ενώ στα δύο άλλα
ανοίγματα έβλεπε άλλες ψυχές, από το ένα να ανεβαίνουν, φεύγοντας από τη γη
λερωμένες και βουτηγμένες στη σκόνη, κι από το άλλο άλλες ψυχές να κατεβαίνουν
από τον ουρανό καθαρές. Και οι ψυχές που έφθαναν κάθε φορά έδιναν την εντύπωση
πως έρχονταν από δρόμο μακρινό, και με ευχαρίστηση τραβούσαν κατά το λιβάδι κι
εκεί κατασκήνωναν, όπως σ' ένα πανηγύρι, και χαιρετιούνταν η μια με την άλλη,
όσες γνωρίζονταν, κι αυτές που έρχονταν από τη γη ζητούσαν να μάθουν από τις
άλλες για τα πράγματα εκεί, κι εκείνες πάλι που έρχονταν από τον ουρανό
ρωτούσαν τις άλλες για τα δικά τους. Κι ανιστορούσαν οι μεν στις δε, άλλες
κλαίγοντας και οδυρόμενες, καθώς ξαναθυμούνταν όσα είδαν και έπαθαν στην πορεία
τους κάτω από τη γη ―κι η πορεία αυτή είχε κρατήσει χίλια χρόνια―, κι οι άλλες
πάλι που έφθαναν από τον ουρανό διηγούνταν όσα ευχάριστα δοκίμασαν εκεί και την
άφατη ομορφιά που είχαν αντικρύσει. Ήταν πολλά πράγματα, Γλαύκων, και θα
'παιρνε χρόνο πολύ να τα διηγηθεί κανείς• το πιο σπουδαίο όμως που είπε είναι
μ' ένα λόγο τούτο. Για όσες αδικίες διέπραξαν, καθένας τους, και για όσους
αδίκησαν πλήρωσαν για όλα με την τιμωρία που έπρεπε, δέκα φορές για το καθένα
―πάει να πει, για κάθε εκατό χρόνια, γιατί τόσο είναι το διάστημα της
ανθρώπινης ζωής―, ώστε το τίμημα που κατέβαλαν να είναι δεκαπλάσιο από το
αδίκημα. Αν κάποιοι, λ.χ., έγιναν η αιτία για το θάνατο πολλών ανθρώπων, είτε
επειδή πρόδωσαν πολιτείες ή στρατόπεδα είτε πάλι επειδή είχαν ρίξει ανθρώπους
στη σκλαβιά ή ήσαν συνένοχοι για κάποια άλλη δυστυχία, για όλα αυτά, έλεγε,
πλήρωναν με δεκαπλάσια οδύνη το κάθε τους κρίμα, κι από την άλλη, αν είχαν
κάνει κάποιες καλοσύνες κι είχαν φανεί δίκαιοι και γεμάτοι σεβασμό απέναντι
στους θεούς, έπαιρναν με την ίδια αναλογία την ανταμοιβή τους. Έλεγε επίσης
κάτι άλλα για όσους πέθαναν μόλις γεννήθηκαν και για όσους έζησαν λίγο, αλλά
δεν αξίζει να αναφερθούμε σ' αυτά. Και για την ασέβεια ή το σεβασμό απέναντι
στους θεούς και τους γονείς καθώς και για όσους σκότωσαν με τα ίδια τους τα
χέρια οι αντίστοιχες πληρωμές, έλεγε, είναι ακόμη πιο μεγάλες.
Έλεγε μάλιστα πως μπροστά του κάποιος ρωτούσε κάποιον άλλο
πού ήταν ο πολύς Αρδιαίος. Ο Αρδιαίος αυτός υπήρξε τύραννος σε μια πόλη της
Παμφυλίας, πάνε χίλια χρόνια από τότε• είχε σκοτώσει τον γέροντα πατέρα του και
τον μεγαλύτερο αδελφό του κι είχε διαπράξει, όπως έλεγαν, και άλλα πολλά
ανοσιουργήματα.
Είπε λοιπόν ότι ο άνθρωπος που ρωτήθηκε απάντησε πως «Δεν έχει
έλθει ο Αρδιαίος κι ούτε πρόκειται να έλθει. Γιατί πραγματικά ήταν κι αυτό ένα
από τα φοβερά πράγματα που είδαμε. Εκεί που είμαστε κοντά στο στόμιο έτοιμοι να
βγούμε απάνω, και τα παθήματα μας όλα είχαν πάρει τέλος, τον είδαμε ξαφνικά
αυτόν και μερικούς άλλους που οι περισσότεροί τους υπήρξαν τύραννοι• ήσαν
επίσης μαζί τους και ορισμένοι ιδιώτες, από αυτούς που είχαν διαπράξει μεγάλα
ανομήματα. Φαντάζονταν ότι θα ανέβαιναν πια κι αυτοί, το στόμιο όμως δεν τους
δεχόταν αλλά μούγκριζε κάθε φορά που κάποιος από 'κείνους τους έτσι αθεράπευτα
αχρείους ή από όσους δεν είχαν τιμωρηθεί αρκούντως για τα κρίματά τους
επιχειρούσε να βγει επάνω. Εκεί πια, είπε, άνδρες αγριωποί που φάνταζαν σαν
γλώσσες φωτιάς και στέκονταν πλάι στο άνοιγμα, ακούγοντας το μουγκρητό, άλλους
μεν τους έπιαναν και τους τραβούσαν, τον Αρδιαίο όμως και μερικούς άλλους, αφού
τους έδεσαν χειροπόδαρα, μαζί και το κεφάλι, τους έβαλαν κατάχαμα και τους
έγδαραν, έπειτα τους τράβηξαν έξω από το δρόμο, στο πλάι, σέρνοντάς τους απάνω
σε ασπαλάθους, κι εξηγούσαν κάθε φορά στους περαστικούς γιατί το έκαναν αυτό
και ότι τους πήγαιναν να τους ρίξουν στον Τάρταρο». Κι από τους πολλούς και
κάθε λογής φόβους που 'χαν δοκιμάσει, ο μεγαλύτερος, είπε, ήταν μήπως κι
ακουγόταν εκείνο το μουγκρητό την ώρα που καθένας τους θα προσπαθούσε να βγει,
κι ήταν μεγάλη η χαρά να 'ναι το μουγκρητό σταματημένο καθώς θα ανέβαιναν
επάνω. Αυτές περίπου, είπε, ήσαν οι ποινές και οι τιμωρίες, κι οι ανταμοιβές
πάλι ανάλογες.
Όταν οι ομάδες, καθεμιά χωριστά, συμπλήρωναν επτά ήμερες
παραμονής στο λιβάδι, υποχρεωτικά την όγδοη ήμερα σηκώνονταν από 'κεί και
ξεκινούσαν μια πορεία, και την τέταρτη ημέρα έφθαναν σ' ένα σημείο απ' όπου
αντίκρυζαν να απλώνεται από ψηλά ένα φως ίσιο σαν κολόνα, το οποίο διαπερνούσε
όλο τον ουρανό και τη γη, φως που έμοιαζε με το ουράνιο τόξο, μόνο που ήταν πιο
λαμπερό και πιο καθαρό. Σ' αυτό το φως έφθασαν υστέρα από μιας μέρας δρόμο, κι
εκεί, καταμεσής στο φως, είδαν να 'ναι τεντωμένες από τον ουρανό οι άκρες των
δεσμών που τον συγκρατούν. Γιατί τούτο το φως είναι ο συνεκτικός δεσμός του
ουρανού ―κάτι σαν τα υποζώματα στις τριήρεις―, αυτό που συγκρατεί όλη την
περιστροφική κίνησή του, κι από τις άκρες του δεσμού είναι σφιχτά στερεωμένο το
αδράχτι της Ανάγκης, αυτό που προκαλεί όλες τις περιστροφικές κινήσεις. Το
αδράχτι είχε στέλεχος κι αγκίστρι από μέταλλο σκληρό, ενώ το σφοντύλι του ήταν
εν μέρει από το ίδιο σκληρό μέταλλο κι εν μέρει από άλλα υλικά. Κι όσο για το
σφοντύλι ήταν περίπου ως εξής: Είχε το σχήμα που έχουν και τα δικά μας
σφοντύλια, απ' ότι έλεγε όμως πρέπει να το φανταστούμε πως ήταν σαν να είχαν
περάσει και τοποθετήσει μέσα σε ένα μεγάλο σφοντύλι, κοίλο και εντελώς
κουφωμένο, ένα άλλο όμοιο αλλά μικρότερο, που ταίριαζε ακριβώς, σαν τους κάδους
που χωρούν ακριβώς ο ένας μέσα στον άλλο, και κατά τον ίδιο τρόπο ένας τρίτος
κι ένας τέταρτος κι άλλοι τέσσερις ακόμη. Γιατί, όπως έλεγε, συνολικά τα
σφοντύλια ήσαν οκτώ, τοποθετημένα το ένα μέσα στο άλλο, έτσι που τα χείλη τους
να δείχνουν από πάνω σαν κύκλος, σχηματίζοντας ένα σφοντύλι με μια συνεχή
επιφάνεια γύρω στο στέλεχος της ρόκας• αυτή πάλι περνούσε μέσα κι από τo όγδοο
σφοντύλι κι έβγαινε από την άλλη μεριά. Το πρώτο και εξωτερικό σφοντύλι
σχημάτιζε με τα χείλη του τον πιo πλατύ κύκλο, ακολουθούσε o κύκλος του έκτου
σφοντυλιού, τρίτος σε πλάτος ήταν ο κύκλος του τέταρτου, τέταρτος του ογδόου,
πέμπτος ο κύκλος του εβδόμου, έκτος του πέμπτου, έβδομος του τρίτου, όγδοος,
τέλος, σε πλάτος ήταν ο κύκλος που σχημάτιζε το δεύτερο σφοντύλι. Ο κύκλος του
πρώτου σε μέγεθος σφοντυλιού ήταν ποικιλόχρωμος, του εβδόμου ήταν ο πιο
λαμπερός, του ογδόου ο κύκλος παίρνει το χρώμα του από το φως που σκορπάει
επάνω του ο κύκλος του εβδόμου, του δεύτερου και του πέμπτου οι κύκλοι έχουν
παραπλήσια χρώματα ο ένας με τον άλλο, ο τρίτος έχει το πιο λευκό χρώμα, ο
τέταρτος ένα χρώμα προς το κοκκινωπό, ενώ δεύτερος σε λευκότητα ερχόταν ο έκτος
κύκλος. Καθώς, τώρα, το αδράχτι περιστρέφεται, κινείται κυκλικά ολόκληρο, πάντα
με την ίδια φορά, όμως μέσα στη γενική περιφορά του όλου οι επτά εσωτερικοί κύκλοι
περιστρέφονται με βραδύ ρυθμό προς την αντίθετη διεύθυνση απ' ότι το όλο, και
από αυτούς πιο γρήγορα, έλεγε, κινείται ο όγδοος, ακολουθούν ως προς την
ταχύτητα, πηγαίνοντας μαζί, ο έβδομος, ο έκτος και ο πέμπτος• τρίτος ως προς
την ταχύτητα με την οποία εκτελούσε την περιστροφή του ήταν, όπως τους φάνηκε,
ο τέταρτος κύκλος, τέταρτος ο τρίτος και πέμπτος ο δεύτερος. Για το αδράχτι
έλεγε ότι περιστρεφόταν πάνω στα γόνατα της Ανάγκης. Επάνω σε κάθε κύκλο του
στεκόταν από μια Σειρήνα που γύριζε κι αυτή μαζί, βγάζοντας από μέσα της έναν
ήχο, μια μουσική νότα• κι από όλες τις νότες, που ήσαν οκτώ, σχηματιζόταν ένα
αρμονικό ταίριασμα. Και υπήρχαν άλλες τρεις καθισμένες γύρω–γύρω σε ίσες
αποστάσεις, καθεμιά σ' ένα θρόνο, θυγατέρες της Ανάγκης, Μοίρες, ντυμένες στα
άσπρα, φορώντας στο κεφάλι στέμμα, η Λάχεση, η Κλωθώ, η Άτροπος, και
τραγουδούσαν πάνω στη μελωδία των Σειρήνων, η Λάχεση τα περασμένα, η Κλωθώ τα
τωρινά, η Άτροπος τα μελλούμενα. Κι η Κλωθώ, αγγίζοντας από καιρό σε καιρό με
το δεξί της χέρι το αδράχτι στο εξωτερικό χείλος του, βοηθούσε στην περιστροφή,
ενώ η Άτροπος, με το αριστερό της χέρι, έκανε το ίδιο για τις εσωτερικές
περιστροφές• η Λάχεση πάλι, πότε με το ένα και πότε με το άλλο χέρι βοηθούσε
άλλοτε την εξωτερική κι άλλοτε τις εσωτερικές περιστροφές. Αυτοί λοιπόν, όπως
έλεγε, σαν έφθασαν εκεί, έπρεπε υποχρεωτικά να πάνε στη Λάχεση.
Και τότε ένας προφήτης, αφού πρώτα τους έβαλε να παραταχθούν
με τάξη, πήρε έπειτα από τα γόνατα της Λάχεσης κλήρους και παραδείγματα βίων κι
ανεβαίνοντας σ' ένα ψηλό βήμα φώναξε: «Της κόρης Λάχεσης, θυγατέρας της
Ανάγκης, είναι τούτος ο λόγος. Ψυχές της μιας ημέρας, αρχίζει για το θνητό
γένος άλλος ένας κύκλος με κατάληξη το θάνατο. Δεν θα σας πάρει με κλήρο
κάποιος δαίμονας, θα τον διαλέξετε εσείς το δαίμονα. Οποιανού λάχει ο πρώτος
κλήρος, αυτός πρώτος να διαλέξει τη ζωή που αναγκαστικά θα ζήσει. Δεν έχει
δεσπότη η αρετή• ανάλογα αν την τιμάει κανείς ή την περιφρονεί, θα 'ναι και πιο
μεγάλο ή πιο μικρό το μερτικό του επάνω της. Η ευθύνη είναι αυτουνού που
διαλέγει• ο θεός δεν έχει ενοχή».
Σαν τα 'πε αυτά έριξε τους κλήρους κι ο καθένας έπαιρνε
αυτόν που έπεσε δίπλα του, εκτός από τον Ήρα, γιατί ο κήρυκας δεν του το
επέτρεψε. Και παίρνοντας καθένας τον κλήρο του έβλεπε με ποια σειρά θα διάλεγε.
Αμέσως μετά άπλωσε μπροστά τους, καταγής, τα παραδείγματα των βίων, πολύ
περισσότερα απ' όσους ήσαν εκεί. Κι ήσαν δείγματα κάθε λογής• βίοι όλων των
ζώων και βέβαια όλοι οι τρόποι της ανθρώπινης ζωής. Ανάμεσά τους υπήρχαν
παραδείγματα από τυραννίδες, εν μέρει από αυτές που δεν τελειώνουν ποτέ, εν
μέρει από αυτές που κάποια στιγμή πέφτουν και καταλήγουν στη φτώχεια, την
εξορία και τη ζητιανιά. Υπήρχαν ακόμη βίοι ανθρώπων ξακουστών για τη μορφή, το
κάλλος και την άλλη δύναμη και μαχητικότητά τους ή πάλι για την καταγωγή και
τις αρετές των προγόνων τους, κι ακόμη παραδείγματα ανθρώπων άσημων ως προς
αυτά τα πράγματα ― επίσης βίοι γυναικών. Κάποιος σταθερός καθορισμός των ψυχών
δεν υπήρχε γιατί κατανάγκη καθεμιά τους γίνεται διαφορετική ανάλογα με το βίο
που διάλεξε• τα άλλα όμως είχαν αναμιχτεί μεταξύ τους και με τον πλούτο και τη
φτώχεια, κάποια άλλα με αρρώστιες και υγεία, ορισμένα άλλα πάλι με ενδιάμεσες
καταστάσεις. Κι εδώ, καθώς φαίνεται, αγαπητέ μου Γλαύκων, είναι όλος ο κίνδυνος
για τον άνθρωπο, και γι' αυτόν το λόγο πρέπει να φροντίζουμε πρωτίστως και
κυρίως με ποιον τρόπο καθένας μας, αφήνοντας κατά μέρος κάθε άλλο μάθημα, θα
επιδιώξει με ζήλο να προσοικειωθεί τούτη τη μάθηση μήπως μπορέσει πουθενά να
αντιληφθεί και να βρει ποιος θα του δώσει τη δύναμη και τη γνώση να διακρίνει το
καλό και το κακό στη ζωή, ώστε να διαλέγει πάντα κατά το δυνατόν το καλύτερο.
Να αναστοχάζεται όλα όσα είπαμε ως τώρα, είτε συνδυάζοντας το ένα με το άλλο
είτε και το καθένα χωριστά, για να αξιολογήσει την επίδρασή τους στην αρετή του
βίου και να κατανοήσει έτσι ποιες είναι οι κακές ή οι αγαθές συνέπειες της
ομορφιάς, αν συγκεραστεί με τη φτώχεια ή με τον πλούτο και με αυτήν ή την άλλη
ψυχική διάθεση•να δει την ευγενική και την ταπεινή καταγωγή, την ιδιωτική ζωή
και τα αξιώματα, τις σωματικές δυνάμεις και την ανημποριά του σώματος, την
ευχέρεια με την οποία μαθαίνει κανείς ή την ακαταλληλότητά του για μάθηση, και
για όλα αυτά τα πράγματα, τα οποία είναι από τη φύση βαλμένα στην ψυχή ή είναι
επίκτητα, να δει ποιες επιπτώσεις έχουν, όταν αναμιχθούν το ένα με το άλλο,
έτσι ώστε, αφού τα λογαριάσει όλα, να μπορεί, έχοντας στραμμένο το βλέμμα του
στη φύση της ψυχής, να κάνει την επιλογή του, ποιος είναι ο χειρότερος και
ποιος ο καλύτερος βίος, χαρακτηρίζοντας ως χειρότερο το βίο ο οποίος θα κάνει
την ψυχή πιο άδικη και ως καλύτερο εκείνον που θα την κάνει πιο δίκαιη. Όλα τα
άλλα θα τον αφήσουν αδιάφορο. Γιατί εμείς το έχουμε δει ότι και για τούτη τη
ζωή και για την άλλη αυτή είναι η πιο στέρεη επιλογή. Και παίρνοντας κανείς το
δρόμο για τον Άλλο Κόσμο πρέπει την πίστη αυτή να την έχει μέσα του στερεή σαν
από διαμάντι, ώστε να μπορέσει και εκεί να μη θαμπωθεί από πλούτη κι άλλα
τέτοια κακά, και να μην ξεπέσει σε τυραννικές και άλλες παρόμοιες πράξεις,
προκαλώντας πολλά κι ανεπανόρθωτα δεινά.
Και για να μην πάθει κι ο ίδιος ακόμη
μεγαλύτερα παθήματα αλλά να μάθει σε τέτοια πράγματα να διαλέγει πάντα μια ζωή
μεσότητας αποφεύγοντας τις υπερβολές προς τη μια ή την άλλη πλευρά, τόσο σε
τούτη εδώ τη ζωή όσο, κατά το δυνατόν, και σε ολόκληρη τη μέλλουσα.
Γιατί έτσι
ο άνθρωπος γίνεται τρισευτυχισμένος.
-------------
Η Ελληνική νομοθεσία απέναντι στο γάμο διαφοροποιείται από πόλη σε πόλη.
Στην Αθήνα και στη Σπάρτη, ο γάμος δεν αποτελεί απλή ιδιωτική υπόθεση, δηλαδή δεν ενδιαφέρει ούτε αποκλειστικά τα δύο πρόσωπα των πρωταγωνιστών, ούτε μόνο τις οικογένειές τους. Θεωρείται μία υπόθεση που αφορά στην ίδια την Πολιτεία, που γι' αυτόν το λόγο, λαμβάνει μέτρα νομοθετικής οικονομίας και προστασίας του θεσμού. Η αντίληψη αυτή επικρατεί και κατά τους κλασικούς χρόνους.
Ο Πλάτων στους "Νόμους" υποστηρίζει ότι οι νόμοι οι σχετικοί με το γάμο πρέπει να κατέχουν την πρώτη θέση στη νομοθεσία, επειδή αποτελούν τη βάση κάθε ευνομούμενης πολιτείας:
"Άραγε η σύναψη γάμων δεν αποτελεί τη δημιουργική αρχή όλων των πόλεων; Και οι νόμοι οι σχετικοί με το γάμο, αν θεσπισθούν καλά, αποτελούν εχέγγυο ότι θα πάνε καλά όλα τα θέματα της πόλης".
"Αρχή δ' έστι των γενέσεων πάσαις πόλεσιν αρ' ουχ' η των γάμων σύμμειξις και κοινωνία; Πώς γαρ ου; Γαμικοί δε νόμοι πρώτοι κινδυνεύουσι τιθέμενοι καλώς αν τίθεσθαι προς ορθότητα πάση πόλει".
Παράλληλα ο Αριστοτέλης προβληματίζεται και προτείνει:
"Αν πρέπει ο νομοθέτης από την αρχή να κοιτάξει πώς θα γίνουν τα σώματα των παιδιών όσο το δυνατόν καλύτερα, πρέπει αρχικά να επιμεληθεί τα σχετικά με το γάμο, πότε και ποιοι πρέπει να συνευρεθούν".
"Είπερ ουν απ' αρχής τον νομοθέτην οράν δει όπως βέλτιστα τα σώματα γένηται των τρεφομένων, πρώτον μεν επιμελητέον περί την σύζευξιν, πότε και ποίους τινας χρη ποιείσθαι προς αλλήλους την γαμικήν ομιλίαν".
Και ο Πλάτων συνεχίζει και αναφέρει:
"Ο κάθε πολίτης θα πρέπει να συνάπτει τον πιο συμφέροντα γάμο για την πόλη κι όχι τον πιο ευχάριστο για τον ίδιο".
"Τον γαρ τη πόλει δει συμφέροντα μνηστεύειν γάμον έκαστονo ου τον ήδιστον αυτών".
Η νομοθεσία της Σπάρτης για το γάμο, μπορεί να χαρακτηριστεί ως μία από τις τολμηρότερες αλλά και τις πιο παράδοξες, στο θέμα της ευγονικής των αρχαίων:
"Νόμος των Σπαρτιατών ορίζει ως τιμωρίες την μεν πρώτη του αγαμίου, τη δεύτερη του οψιγαμίου, τρίτη δε και μεγαλύτερη όλων του κακογαμίου".
"Σπαρτιατών νόμος τάττει ζημίας την μεν πρώτην αγαμίου, την δευτέραν οψι-γαμίου, την τρίτην και μεγίστην κακογαμίου".
Στην Αθήνα, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, η αμοιβαία και ελεύθερη συγκατάθεση των "συνερχομένων εις γάμου κοινωνία" είναι αναγκαία, ενώ παράλληλα γίνεται λεπτομερής εξέταση για την εξακρίβωση της σωματικής ικανότητας και ακεραιότητας των γεννητικών οργάνων του νέου και της νέας. Κατά την εξέταση, οι μεν νέοι είναι τελείως γυμνοί, οι δε νέες είναι γυμνές μέχρι τη μέση.πόλει".
Δεν πρέπει να ξεχνάμε όμως τις μαίες, για το επάγγελμα των οποίων μας δίνει πληροφορίες ο Σωκράτης, ο οποίος, ως γνωστόν, ήταν γιος της μαίας Φαιναρέτης. Ο φιλόσοφος αποδίδει μεγάλη σημασία στις δραστηριότητες των μαιών, με την προϋπόθεση πως αυτές γνωρίζουν άριστα να συνδυάζουν τα "προς σύζευξιν" άτομα:
"Είναι πάρα πολύ ικανές προξενήτρες, αφού είναι πολύ σοφές στο να γνωρίζουν ποια γυναίκα πρέπει να παντρευτεί ποιον, για να γεννήσει άριστα παιδιά".
"Ότι και προμνήστριαί εισι δεινόταται, ως πάσσοφοι ούσαι περί του γνώναι ποίαν χρη ποίω ανδρί συνούσαν ως αρίστους παίδας τίκτειν".
Ο θείος Πλάτων, ο πατέρας της ευγονικής, στην ιδανική "Πολιτεία" του θέσπισε πρώτος το νόμο:
"Από αυτούς που βρίσκονται στην ακμή τους πρέπει να γεννιούνται απόγονοι".
"Εξ ακμαζόντων δει τα έκγονα γίγνεσθαι".
Ακόμη, ο Ξενοφών (Ε΄άΔ΄ αιώνα π.Χ.) προσθέτει τα ακόλουθα:
"Όρισε (ο νομοθέτης) να γίνονται οι γάμοι όταν τα σώματα βρίσκονται στην ακμή τους·και αυτό επειδή το θεωρούσε συμφέρον για την ε υ γ ο ν ί α".
"Έταξεν (ο νομοθέτης) εν ακμαίς των σωμάτων τους γάμους ποιείσθαι και τούτο συμφέρον τη ε υ γ ο ν ί α νομίζων".
Ο Αριστοτέλης καθορίζει την ηλικία γάμου για τις γυναίκες και τους άνδρες. Θεωρεί πως είναι δυνατόν οι ηλικίες αυτές να ελαχιστοποιηθούν κάπως:
"Στις γυναίκες ταιριάζει να παντρεύονται στην ηλικία των δεκαοκτώ και στους άνδρες τριανταεπτά ή λιγότερο. Γιατί τότε παντρεύονται ενώ τα σώματά τους βρίσκονται στη μεγαλύτερη ακμή".
"Δια τας μεν γυναίκας αρμόττει περί την οκτωκαίδεκα ετών ηλκίαν συζευγνύναι, τους δε άνδρας επτά και τριάκοντα ή σμικρόνo εν τοσούτω γαρ ακμάζουσί τε τοις σώμασι η σύζευξις έσται".
Ειδικότερα, για την ηλικία και τη διάρκεια κατά την οποία το ζευγάρι θα γεννά παιδιά, ο Αριστοτέλης πιστεύει:
"Αφού έχει οριστεί η αρχή της ηλικίας για τον άνδρα και τη γυναίκα, πρέπει να κανονιστεί πότε θα αρχίσει να τελείται η συνεύρεση και για πόσο χρόνο αρμόζει να υπηρετούν την τεκνοποιία (να γεννούν τα παιδιά)".
"Επεί δε η μεν αρχή της ηλικίας ανδρί και γυναικί διώρισται πότε άρχεσθαι χρη της συζεύξεως και πόσον χρόνον λειτουργείν αρμόττει προς τεκνοποιΐαν ωρίσθω".
Ο πρώιμος γάμος θεωρείται "ως λίαν επιβλαβής", τόσο για το είδος, όσο και για το άτομο. Σχετικά με αυτό, ο Αριστοτέλης γράφει στα "Πολιτικά" του:
"Ο γάμος μεταξύ των νέων είναι κακός στο θέμα της τεκνοποιίας, γιατί σε όσες από τις πόλεις συνηθίζεται να παντρεύονται νέοι με νέες, οι πολίτες τους είναι ατελείς".
"Έστι δε ο των νέων συνδυασμός φαύλος προς τεκνοποιΐανo εν όσαις γαρ των πόλεων επιχωριάζεται το νέους συζευγνύναι και νέας, ατελείς".
Ο Αριστοτέλης καταδικάζει επίσης τους όψιμους γάμους, γράφοντας:
"Τα παιδιά των μεγαλύτερων σε ηλικία, καθώς και αυτά των νεώτερων, είναι ατελή και σωματικά και διανοητικά, ενώ τα παιδιά των γερόντων είναι ασθενή".
"Τα γαρ των πρεσβυτέρων έκγονα, καθάπερ τα των νεωτέρων, ατελή γίγνεται και τοις σώμασι και ταις διανοίαις, τα δε των γεγηρακότων ασθενή".
Και ο Πλούταρχος σε άλλο σημείο συνεχίζει:
"Οι Σπαρτιάτες παντρεύονταν αφού άρπαζαν όχι μικρές ούτε ανώριμες για γάμο γυναίκες, αλλά αυτές που ήταν στο άνθος της ηλικίας τους και ώριμες".
"Οι Σπαρτιάται εγάμουν δι' αρπαγής ου μικράς ουδέ αώρους προς γάμον αλλά ακμαζούσας και πεπείρους".