Τα γένη των ανθρώπων
Όπως εξηγεί ο Πρόκλος, στο “Σχόλια στον Κρατύλο του
Πλάτωνος εκλογαί χρήσιμοι, 129. 1 – 16“, η ύπαρξη των ανώτερών μας
γενών είναι τριπλή : νοητική, λογική και φανταστική, και στην νοητική αναλογεί
το Χρυσό Γένος. Πράγματι, οι Έλληνες θεολόγοι λένε ότι ο χρυσός έχει αποδοθεί
στον πρωταρχικό από τους Κόσμους, τον «εμπύριο και νοητικό». Το Αργυρό
Γένος αναλογεί στη λογική ύπαρξη, αφού ο άργυρος αναλογεί στον ενδιάμεσο και
αιθέριο Κόσμο. Το δε Χάλκινο Γένος, τέλος, αναλογεί στην άλογη και φανταστική
ύπαρξη, διότι και η φανταστική εντύπωση είναι νους που μορφοποιεί, όχι όμως
καθαρός, όπως ακριβώς και ο χαλκός που δίνει την εντύπωση πως έχει το χρώμα του
χρυσού, περιέχει όμως άφθονο το γήινο στοιχείο, παρόμοιο και συγγενικό προς τα στερεά
και αισθητά. Εξ ου και αναλογεί προς τον «πολύχαλκο ουρανό» και
τον «χάλκινο»», πού είναι ο αισθητός Κόσμος, το σώμα του για την
ακρίβεια, του οποίου και ο άμεσος δημιουργός παραδίδεται ότι τον χαλκεύει,
είναι δηλ. ο Ήφαιστος. Τούτα λοιπόν είναι τα τρία γένη των δαιμόνων, στα οποία
αναλογούν το χρυσό, το αργυρό και το χάλκινο γένος. Το τέταρτο τώρα γένος, το
ηρωικό, σε σχέση με αυτά που υπάρχουν στα τρια προαναφερθέντα γένη, από άλλα
είναι υποδεέστερο και από άλλα ανώτερο. Στ’ αλήθεια, το ηρωικό γένος εφάπτεται
της πράξεως, και αν ακόμα έχει εκπέσει απο την πρόνοια των κατωτέρων και την
ανέπαφη ζωή, έχει καρακτήρα μεγαλουργό και δείχνει τη μεγαλοπρέπεια της αρετής
της. Το πέμπτο, το ανθρώπινο γένος με τα πολλά πάθη, που παριστάνεται με το
“πολυκάματο” και μαύρο σίδερο λόγω της υλικής και της σκοτεινιάς της ζωής,
εκδηλώνει τις πράξεις του ελλειμματικές, διευθαρμένες και άλογες.
inCra 129.1 ` to inCra 129.23 Οτι
τριττῆς οὔσης τῆς ὑπάρξεως τῶν κρειττόνων
ἡμῶν γενῶν,
νοερᾶς λογικῆς φανταστικῆς, ἀναλογεῖ
τὸ μὲν χρυσοῦν γένος
τῇ νοερᾷ· ὁ γὰρ
χρυσὸς ἀνεῖται τῷ
πρωτίστῳ τῶν κόσμων
καὶ <ἐμπυρίῳ καὶ
νοερῷ>, φασὶν <οἱ θεολόγοι>·
τὸ δ᾽ ἀργυροῦν
τῇ λογικῇ· καὶ γὰρ
ὁ ἄργυρος τῷ
μέσῳ καὶ αἰθερίῳ κόσμῳ
ἀναλογεῖ· τὸ δὲ
χαλκοῦν τῇ ἀλόγῳ καὶ φανταστικῇ·
καὶ γὰρ ἡ φαντασία
νοῦς ἐστιν μορφωτικός, ἀλλ᾽
οὐ καθαρός, ὥσπερ καὶ
ὁ χαλκὸς χρυσοῦ δοκῶν
ἔχειν χροιάν, πολύ γε τὸ
γήινον ἔχει καὶ ἀντίτυπον καὶ πρὸς τὰ
στερεὰ καὶ αἰσθητὰ
συγγενές· διὸ καὶ ἀναλογεῖ τῷ <πολυχάλκῳ οὐρανῷ>
καὶ <χαλκέῳ>, ὅς ἐστιν
ὁ αἰσθητός, οὗ
καὶ ὁ προσεχὴς δημιουργὸς
χαλκεύειν παραδέδοται. καὶ ταῦτα μὲν
τὰ τριττὰ γένη τῶν
δαιμόνων, οἷς ἀνάλογον
τὸ χρυσοῦν τε καὶ ἀργυροῦν καὶ χαλκοῦν
γένος· τὸ δὲ τέταρτον
καὶ ἡρωϊκὸν γένος
τινῶν μέν ἐστιν καταδεέστερον
τῶν εἰς τὰ εἰρημένα τρία γένη
τελούντων, τινῶν δὲ κρεῖττον.
πράξεως μὲν γὰρ ἐφάπτεται τὸ ἡρωϊκὸν
γένος, κἂν τῆς τῶν
δευτέρων προνοίας καὶ τῆς
ἀσχέτου ζωῆς ὑφεῖται, ἔχει δὲ
τὸ μεγαλουργόν, καὶ τὸ
μεγαλοπρεπὲς τῆς οἰκείας
ἀρετῆς ἐνδείκνυται.
τὸ δὲ πέμπτον καὶ
πολυπαθὲς ἀνθρώπινον γένος,
ὅπερ τῷ <πολυκμήτῳ> ἀπεικάζεται σιδήρῳ καὶ
μέλανι διὰ τὸ τῆς
ζωῆς ὑλαῖον καὶ
ἀφεγγές, τὰς δὲ
πράξεις πλημμελεῖς ἐπιδείκνυται
διαστρόφους οὔσας καὶ ἀλόγους.
Ποιο αναλυτικά ο Πρόκλος, στο “Εις τας Πλάτωνος Πολιτείας
Υπόμνημα, βιβλίο Β’ [συνέχεια], 74.26 – 77.19“, μας λέγει ότι ο
θεολόγος Ορφέας διδάσκει ότι υπάρχουν τρία γένη ανθρώπων. Πρωταρχικότερο όλων
το Χρυσό, το οποίο, λέει, το δημιούργησε ο Φάνης. Δεύτερο το Αργυρό, του οποίου
ηγήθηκε ο μέγιστος Κρόνος. Τρίτο το Τιτανικό, για το οποίο λέει ότι το
δημιούργησε ο Δίας από τα μέλη των Τιτάνων. Ο Ορφέας εν ολίγοις λέει ότι μέσα
στους τρείς τούτους όρους περιέχεται κάθε είδος της ανθρώπινης ζωής. Ή δηλαδή
είναι νοητικό και θεϊκό, εγκαθιδρυμένο ακριβώς στο κορυφαίο των όντων, ή
στρέφεται προς τον εαυτό του και νοεί τον εαυτό του και αρέσκεται στην τέτοιου
είδους ζωή, ή στρέφει το βλέμμα του προς τα χειρότερα και θέλει να ζει μαζί με
εκείνα, τα οποία δεν διαθέτουν λογική, με τα άλογα όντα. Καθώς λοιπόν η
ανθρώπινη ζωή έχει τρία είδη, το πρωταρχικότερο όλων προέρχεται από τον Φάνη, ο
οποίος συναρτά προς τα νοητά κάθε νοητικό υποκείμενο, άλλωστε αυτό που
βρίσκεται πριν από τα νοητά είναι θεός, και τα πρώτα νοητά είναι θεοί και
ενάδες, και επειδή το νοητό έχει ουσία, και οι πρώτοι νόες είναι ουσίες, και
επειδή ο νους παντού από τη φύση του είναι νοητικός, οι πρώτες ψυχές είναι
νοητικές. Το δεύτερο είδος προέρχεται από τον Κρόνο τον πρώτο, τον παλαιό, όπως
λέει ο μύθος, τον «αγκυλομήτη», δηλ. «αυτόν με τις στρεψίβουλες
σκέψεις», αυτός ο οποίος κάνει τα πάντα να στρέφονται προς τον εαυτό τους,
ενώ το τρίτο από τον Δία, ο οποίος διδάσκει την πρόνοια για τα δεύτερα και την
οργάνωση των κατώτερων Κόσμων : αυτό πράγματι άλλωστε είναι το ιδιαίτερο
χαρακτηριστικό του δημιουργού. Ο Ησίοδος από πλευράς του δεν δημιουργεί τρία
μόνο γένη, αλλά πρώτο το χρυσό, έπειτα το αργυρό, στη συνέχεια το χάλκινο, μετά
κάποιο ηρωικό γένος κι ύστερα το σιδερένιο, προχωρώντας τον χωρισμό σε πιο
πολλά είδη ζωής. Το χρυσό λοιπόν δηλώνει και για τον Ησίοδο κάποια μορφή
νοητικής ζωής, άυλης και αγνής, σύμβολο της οποίας είναι το χρυσάφι που δεν
σκουριάζει. Για τον λόγο αυτό μετακινεί το γένος αυτό στη σειρά των δαιμόνων, η
οποία προνοεί, φρουρεί και απομακρύνει τα κακά από το γένος των ανθρώπων, μετά
τον κύκλο της γένεσης. Ευρισκόμενο μάλιστα αυτό το γένος στην περιοχή της
γένεσης ανατρέφεται, λέει, και τελειοποιείται από τους πατέρες για εκατό
χρόνια. Γράφει ένα μύθο που συνδέεται με τις Μούσες και δείχνει ότι σύμφωνα με
τον κατ’ ενέργεια νου από τους πατέρες, και χωρισμένο από την ανθρώπινη
πολυπραγμοσύνη ζει μια ζωή αποκαταστατική. Και όπως και στον Πλάτωνα έτσι και
στον Ησίοδο δηλώνει τον κύκλο της ταυτότητας [=κύκλος του Ταύτου -
ουράνιος ισημερινός] και της ομοιότητας και του νοητικού είδους ζωής.
Το επόμενο από αυτό το γένος, το αργυρό, προχωρεί από την σύμφωνα με τον νου
ενέργεια στην μεικτή από νου και Λόγο ενέργεια. Αναγνωριστικό του σύμβολο είναι
ο άργυρος, που διαθέτει, αφενός, ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του τη λαμπρότητα
της σύμφωνης με τον Λόγο ζωής και τη φωτεινότητα όπως και το ότι μερικές φορές
προσβάλλεται από τη σκουριά και τη σήψη, αλλά που, αφετέρου, έχει και κάτι πέρα
από τα παραπάνω, το ότι όταν το βάλεις μαζί με το χρυσάφι παίρνει τη λάμψη του
χωρίς να εκδηλώνει καμίαν αντίθεση προς αυτό. Έτσι είναι άλλωστε και ο Λόγος
της ψυχής, μολονότι μερικές φορές πληρούται από την ύλη και από την υλική
ακαθαρσία. Αλλά επίσης καταυγάζεται και φωτίζεται από τον νου, και, αφού
φωτιστεί, εκδηλώνει μια μόνο και κοινή με αυτόν ενέργεια, «θεώμενος τα όντα» «με
την νόηση συνοδευόμενη από τον Λόγο», όπως λέγει ο Πλάτωνας στον «Τίμαιο,
28.a» και στον «Φαίδρο, 247.e» αντίστοιχα. Το χάλκινο γένος,
εξάλλου, το τρίτο, σταθεροποιεί το οικείο του είδους ζωής ακριβώς στη σύμφωνη
με τον Λόγο ενέργεια και μόνο, την οποία δηλώνει συμβολικά ο χαλκός, κατά τον
ποιητή, ο οποίος λέγει ότι εκείνοι που τοποθετήθηκαν στο γένος τούτο από τον
Δία πραγματοποιούν όλες τις τεχνικές τους δραστηριότητες και όλες τις πολεμικές
τους ενέργειες χρησιμοποιώντας τον χαλκό. Ένας λόγος λοιπόν άυλος, που υπάρχει
ως καθαρό φώς και είναι απαλλαγμένος από τη σκοτεινή ύλη, που έχει μάλιστα και
ο ίδιος κάποια ομοιότητα με τον Νου λόγω της επιστροφής προς τον εαυτό του,
όπως έχει κάνει και ο χαλκός με το χρυσάφι, προσδιορίζοντας τη ζωή τούτων. Και
επειδή ο χαλκός είναι αυτός που κατεξοχήν παράγει ήχο και μιμείται τον ζωτικό
συριγμό της ψυχής, είναι αυτός που ταιριάζει στο ενδιάμεσο είδος της ζωής, το
σύμφωνο με τον Λόγο. Το γένος των ημιθέων, που είναι το τέταρτο στην σειρά,
στρέφει τον Λόγο συνολικά προς την κατ’ ενέργεια [πρακτική] ζωή, ενώ
λαμβάνει επίσης λόγω του πάθους, και κάποια άλογη κίνηση και ορμή κατά τις
πράξεις, επιδιδόμενο έτσι σε αυτές με περισσότερη προθυμία. Για αυτό επομένως
και ο ποιητής δεν παραχώρησε στο γένος τούτο κάποιο ιδιαίτερο μέταλλο με τη
σκέψη ότι έχει τους χαρακτήρες του πριν και του μετά από αυτό γένους, όντας
πραγματικά γένος ημιθέων, διότι με τον Λόγο, στον οποίο έλαχε θεϊκή ουσία,
συνέμειξε την θνητή ζωή του πάθους. Τη μεγαλοπρέπεια και την επιτυχία που έχει
το γένος τούτο στα έργα του την προσφέρει ο Λόγος, ενώ την ενεργητική η
παθητική δράση μέσω της ταύτισης ή της αντίθεσης των αισθημάτων του την
προσδίδει το πάθος στη συνύφανση του με τον Λόγο. Το σιδερένιο γένος, το πέμπτο
στην σειρά, είναι πραγματικά τελευταίο και χθόνιο, γεμάτο πάθη καθώς είναι
παραπλήσιο με το σίδερο : ανθεκτικό, σκληρό και γεώδες, μαύρο και σκοτεινό.
Τέτοια είναι άλλωστε και η φύση των παθών, ανεπίδεκτη νουθεσίας και αλύγιστη
από τον Λόγο, και επίσης βαριά και αμέτοχη τρόπο τινά στον Λόγο, ο οποίος είναι
φώς. Πραγματικά, εικόνα όλων τούτων είναι το σίδερο, με το οποίο ο ποιητής
απεικόνισε το 5ο γένος. Δικαιολογημένα λοιπόν αυτό είναι το
τελευταίο και λιγότερο τιμώμενο, μέσα στα πάθη καθώς κυλιέται, με τον κίνδυνο
να εκπέσει στην εντελώς θηριώδη και δίχως λογικό ζωή, έχοντας πάνω του αμυδρό
και θαμπό το φως του Λόγου, όμοια και το σίδερο έχει μιαν αμυδρή ομοιότητα στην
απόχρωση του με τον άργυρο, ενώ στο μεγαλύτερο μέρος του είναι μαύρο. Και το
παθητικό στοιχείο άλλωστε έχει μια δύναμη φαντασίας η οποία τείνει να μιμηθεί
τον Νου και τον Λόγο, αλλά δεν μπορεί επειδή εκδηλώνει την ενέργεια της μαζί με
την ύλη.
τι λέει ο Ησίοδος …..
……………..Πρώτο έπλασαν το χρυσό γένος των
μερόπων ανθρώπων οι αθάνατοι που κατοικούνε στου Ολύμπου δώματα. Αυτοί (οι
άνθρωποι) υπήρχαν τον καιρό του Κρόνου, όταν βασίλευε στον ουρανό. Ζούσαν σαν
θεοί, μη έχοντας καμία έγνοια στο μυαλό τους και μακριά και έξω από κόπους και
βάσανα. Ούτε υπήρχαν τα γερατειά που εμείς τα τρέμουμε, και έχοντας πάντα νεανικά
τα χέρια και τα πόδια τέρπονταν με συμπόσια, μακριά από κάθε κακό. Και πέθαιναν
σαν να τους έπαιρνε ο ύπνος. Και είχαν όλα τα καλά. Η ζωοδότρα γη ανάδινε
μονάχη της πολύ και άφθονο καρπό. Και εκείνοι ευχαριστημένοι, ζούσαν
ξεκούραστοι από τα κτήματα τους ανάμεσα σε πολλά καλά, [πλούσιοι σε πρόβατα και
φίλοι των μάκαρων θεών]. Λοιπόν, από τον καιρό που σκέπασε πια η γαία αυτό το
γένος, τούτοι έγινα με την θέληση του μεγάλου Διός Δαίμονες, εσθλοί,
επιχθόνιοι, φύλακες των θνητών ανθρώπων [και τούτοι παρακολουθούν τις δίκες και
τα εγκλήματα, αεροντυμένοι περιέρχονται επί Αίαν], και χαρίζουνε πλούτη.
Αυτό το βασιλικό προνόμιο πήρανε.
Ύστερα πάλι δεύτερο γένος, πολύ κατώτερο,
ασημένιο έπλασαν αυτοί που κατοικούν στου Ολύμπου τα δώματα, που δεν
ήταν όμοιο με το χρυσό ούτε στου κορμιού ούτε στου νου τη δύναμη. Παρά εκατό
έτη μεγάλωνε το παιδί, παίζοντας στον οίκο του δίπλα στην στοργική μητέρα του,
όλως διόλου νήπιο. Μα όταν ερχόταν ο καιρός να γίνουν παλληκάρια και έπαιρναν
τα σημάδια της ήβης, πολύ λίγο καιρό ζούσαν, αφού τραβούσαν βάσανα από την
αμυαλιά τους. Γιατί δεν μπορούσαν να κρατούν μακριά ο ένας από τον άλλον την
ανόσια αλαζονεία, και δεν ήθελαν να λατρεύουν τους αθανάτους, ούτε να θυσιάζουν
επάνω στους ιερούς βωμούς των μακάρων, σύμφωνα με τα έθιμα που έχουν οι
άνθρωποι ο καθένας στον τόπο του. Ύστερα από αυτά ο Κρονίδης Ζεύς θύμωσε και
τους έκρυψε, αφού πρόσφεραν τιμές στους μακαρισμένους θεούς που κατοικούν στον
Όλυμπο. Όταν και τούτο το γένος κατά γαίαν καλύφτηκε, αυτοί καλούνται
υποχθόνιοι μάκαρες θνητοί, και έρχονται σε κατώτερη τάξη, μα τους ακολουθεί
και τούτος κάποια τιμή.
Και ο Ζευς ο πατήρ ένα άλλο τρίτο γένος έπλασε
μερόπων ανθρώπων, χάλκινο, που δεν έμοιαζε καθόλου με το ασημένιο, εκ
μελίας, σκληρό και δυνατό. Τούτοι καταγίνονται στα πολυστέχνατα έργα του Άρεως
και σε πράξεις βίας. Ούτε έτρωγαν καθόλου σιτάρι, παρά είχαν αδάμαντος είχαν
κρατερόφρονα θυμό, και έπνεαν τρόμο. Μεγάλη ήταν η δύναμη τους, και τα ανίκητα
χέρια τους ξεφύτρωναν από τους ώμους επάνω στα στιβαρά κορμιά τους. Τα όπλα τους
ήσαν χάλκινα και χάλκινοι οι οίκοι τους, και με τον χαλκό εργαζόταν, γιατί δεν
υπήρχε μαύρος σίδηρος. Και τούτοι αφανισμένοι ο ένας από το χέρι του άλλου
μπήκαν στο μουχλιασμένο δόμα του κρυερού Άδη, χωρίς να αφήσουν όνομα. Αν και
ήσαν τρομεροί, τους πείρε ο θάνατος κι έχασαν το λαμπρό φώς του ήλιου.
Αφού λοιπόν και τούτο το γένος κατά γαία κάλυψε, πάλι
και τέταρτο έπλασε ο Κρονίδης Ζευς επί της πολυτρόφου χθόνας, πιο
δίκαιο και αντρειωμένο, το θείο γένος των Ηρώων που ονομάζονται
ημίθεοι, η πρωτύτερη από τη δική μας γενιά επάνω στην απέραντη γαία.
Και τούτους όμως πόλεμος κακός και τρομερή σύγκρουση, άλλους στην εφτάπυλη
Θήβα, της Καδμείας γαίας, αφάνισε, που μάχονταν για τα κοπάδια του Οιδίποδα,
και άλλους και μέσα στα καράβια απάνω από την άπατη θάλασσα, αφού τους έφερε
στην Τροία για την Ελένη την ομορφομαλλούσα. Άλλους εκεί, αλήθεια, ο θάνατος
τους σκέπασε και πέθαναν, και άλλους ο Κρονίδης Ζευς, αφού ξέχωρα
από τους ανθρώπους τους ώρισε να ζουν και να κατοικούν, τους τοποθέτησε στα πέρατα
της γαίας, μακριά από τους αθανάτους, και ο Κρόνος είναι βασιλιάς τους, γιατί
τον έλυσε από τα δεσμά ο πατέρας των ανθρώπων και των θεών. Και τούτοι
μεν κατοικούν έχοντες ξέγνοιαστη καρδιά στα Νησιά των Μακάρων κοντά στον
βαθυδίνη Ωκεανό, όλβιοι ήρωες που η πολύκαρπη αρούρα [γη] τους χαρίζει γλυκό
καρπό που ωριμάζει τρείς φορές το χρόνο. Και στους άλλους που βρίσκονται
στον κάτω Κόσμο χάρισε τιμή και κύδος. Ούτε άλλο γένος έκαμε τόσο ονομαστό ο
ευρύοπας Ζευς ανάμεσα στους ανθρώπους που γεννήθηκαν επί της πολυτρόφας χθόνας.
Αχ! Να μην έσωνα κι εγώ, ύστερα από αυτούς, να βρίσκομαι
με τους ανθρώπους του πέμπτου γένους, παρά ή να πέθαινα πρωτύτερα ή να ζούσα
κατόπιν. Γιατί τώρα πια υπάρχει το πέμπτο γένος, το σιδερένιο. Ποτέ δεν θα
πάψουν την ημέρα να τραβάνε κόπους και βάσανα και τη νύχτα να μαραζώνουν για
κάτι τι, γιατί βαριές έγνοιες θα τους δίνουν οι θεοί. Μα όπως και να είναι, με
τα κακά αυτά θα αναμιχθούν και καλά. Ο Ζευς θα αφανίσει και τούτο το γένος των
ανθρώπων τότε που θα μοιάζει των παιδιών του ούτε και τα παιδιά (του πατέρα),
ούτε ο αδελφός στον αδελφό, καθώς πρωτύτερα. Και τους γονείς, μόλις γεράσουν,
θα τους καταφρονούν. Θα τους βρίζουν τότε λέγοντάς τους βαριά λόγια, οι κακοί,
χωρίς να λογαριάζουν την τιμωρία των θεών. Ούτε και θα αποδίδουν αυτοί στους
γερασμένους γονείς τους τα όσα ξόδεψαν για να τους μεγαλώσουν. [θα βάζουν το
δίκιο στην δύναμή τους. Κι ο ένας του άλλου θα λεηλατεί την πόλη]. Ούτε καμία
τιμή θα έχει όποιος κρατεί τον όρκο του, ούτε ο δίκαιος ούτε ο καλός, και
μάλλον θα τιμούν τον άνθρωπο που κάνει εγκλήματα και αυθαιρεσίες. Το δίκαιο θα
είναι στο δύναμη και σεβασμός δεν θα υπάρχει. Και θα ζημιώνει ο αχρείος τον
ευγενικό άνθρωπο λέγοντας του λόγια απατηλά που θα παίρνει όρκο για αυτά. Και ο
φθόνος ο πικρόγλωσσος ο χαιρέκακος, θα παρακολουθεί όλους τους άθλιους
ανθρώπους με μάτια γεμάτα μίσος. Και τότε πια από την πλατύδρομη χθόνα
η Αιδώς και η Νέμεσις, αφού σκεπάσουν το ωραίο τους πρόσωπο με τα λευκά πέπλα
τους, θα ανέβουν στον Όλυμπο, κοντά στους αθανάτους, παρατώντας τους ανθρώπους.
Και θα μείνουν στους θνητούς οι βαριές θλίψεις. Και το κακό δεν θα έχει
γιατρειά. …..
………Χρύσεον
μὲν πρώτιστα γένος μερόπων ἀνθρώπων ἀθάνατοι ποίησαν Ὀλύμπια δώματ᾽ἔχοντες. οἳ μὲν ἐπὶ Κρόνου ἦσαν, ὅτ᾽ οὐρανῷἐμβασίλευεν· ὥστε
θεοὶ δ᾽ἔζωον ἀκηδέα θυμὸν ἔχοντες νόσφιν ἄτερ τε πόνων καὶὀιζύος,
οὐδέ τι δειλὸν γῆρας ἐπῆν, αἰεὶ δὲ πόδας καὶ χεῖρας ὁμοῖοι τέρποντ᾽ἐν θαλίῃσι, κακῶν ἔκτοσθεν ἁπάντων· θνῇσκον
δ᾽ὥσθ᾽ὕπνῳ δεδμημένοι· ἐσθλὰ δὲ πάντα τοῖσιν ἔην·
καρπὸν δ᾽ἔφερε ζείδωρος ἄρουρα αὐτομάτη
πολλόν τε καὶἄφθονον· οἳ δ᾽ἐθελημοὶἥσυχοι ἔργ᾽ἐνέμοντο
σὺν ἐσθλοῖσιν πολέεσσιν.
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ τοῦτο γένος κατὰ γαῖα κάλυψε, τοὶ μὲν
δαίμονες ἁγνοὶἐπιχθόνιοι τελέθουσιν ἐσθλοί, ἀλεξίκακοι, φύλακες θνητῶν ἀνθρώπων, [οἵῥα φυλάσσουσίν τε δίκας καὶ σχέτλια ἔργα ἠέρα ἑσσάμενοι πάντη φοιτῶντες ἐπ᾽ αἶαν,] πλουτοδόται· καὶ τοῦτο γέρας βασιλήιον ἔσχον.
Δεύτερον
αὖτε γένος πολὺ χειρότερον
μετόπισθεν ἀργύρεον ποίησαν Ὀλύμπια δώματ᾽ἔχοντες, χρυσέῳ οὔτε φυὴν ἐναλίγκιον οὔτε νόημα· ἀλλ᾽ἑκατὸν
μὲν παῖς ἔτεα παρὰ μητέρι κεδνῇἐτρέφετ᾽ἀτάλλων, μέγα
νήπιος, ᾧἐνὶ οἴκῳ· ἀλλ᾽ὅτ᾽ἄρ᾽ἡβήσαι
τε καὶἥβης μέτρον ἵκοιτο, παυρίδιον ζώεσκον ἐπὶ χρόνον, ἄλγε᾽ἔχοντες ἀφραδίῃς· ὕβριν γὰρ ἀτάσθαλον οὐκ ἐδύναντο ἀλλήλων ἀπέχειν, οὐδ᾽ἀθανάτους θεραπεύειν ἤθελον οὐδ᾽ἔρδειν
μακάρων ἱεροῖς ἐπὶ βωμοῖς, ᾗ θέμις ἀνθρώποις κατὰἤθεα. τοὺς μὲν ἔπειτα
Ζεὺς Κρονίδης ἔκρυψε χολούμενος, οὕνεκα τιμὰς οὐκ ἔδιδον
μακάρεσσι θεοῖς οἳὌλυμπον ἔχουσιν.
αὐτὰρ ἐπεὶ καὶ τοῦτο γένος κατὰ γαῖα κάλυψε, τοὶ μὲν ὑποχθόνιοι μάκαρες θνητοὶ καλέονται, δεύτεροι, ἀλλ᾽ἔμπης τιμὴ καὶ τοῖσιν ὀπηδεῖ.
Ζεὺς δὲ πατὴρ τρίτον ἄλλο
γένος μερόπων ἀνθρώπων χάλκειον
ποίησ᾽, οὐκ ἀργυρέῳ οὐδὲν ὁμοῖον, ἐκ μελιᾶν, δεινόν
τε καὶὄβριμον· οἷσιν Ἄρηος ἔργ᾽ἔμελε στονόεντα
καὶὕβριες, οὐδέ τι σῖτον ἤσθιον, ἀλλ᾽ἀδάμαντος ἔχον κρατερόφρονα θυμόν. [ἄπλαστοι· μεγάλη
δὲ βίη καὶ χεῖρες ἄαπτοι ἐξ ὤμων ἐπέφυκον ἐπὶ στιβαροῖσι
μέλεσσι.] τῶν δ᾽ἦν χάλκεα
μὲν τεύχεα, χάλκεοι δέ τε
οἶκοι, χαλκῷ δ᾽ εἰργάζοντο· μέλας δ᾽ οὐκ ἔσκε σίδηρος. καὶ τοὶ μὲν χείρεσσιν ὑπὸ σφετέρῃσι δαμέντες βῆσαν ἐς εὐρώεντα
δόμον κρυεροῦἈίδαο, νώνυμνοι· θάνατος δὲ καὶἐκπάγλους περ ἐόντας εἷλε μέλας,
λαμπρὸν δ᾽ἔλιπον φάος ἠελίοιο.
Αὐτὰρ ἐπεὶ καὶ τοῦτο γένος κατὰ γαῖα κάλυψεν, αὖτις ἔτ᾽ἄλλο τέταρτον ἐπὶ χθονὶ πουλυβοτείρῃ Ζεὺς
Κρονίδης ποίησε, δικαιότερον καὶἄρειον, ἀνδρῶν ἡρώων θεῖον γένος, οἳ καλέονται ἡμίθεοι, προτέρη γενεὴ κατ᾽ἀπείρονα γαῖαν. καὶ τοὺς μὲν πόλεμός τε κακὸς καὶ φύλοπις
αἰνὴ τοὺς μὲν ὑφ᾽ἑπταπύλῳ Θήβῃ, Καδμηίδι
γαίῃ, ὤλεσε μαρναμένους μήλων ἕνεκ᾽ Οἰδιπόδαο,
τοὺς δὲ καὶἐν νήεσσιν ὑπὲρ μέγα λαῖτμα
θαλάσσης ἐς Τροίην ἀγαγὼν Ἑλένης ἕνεκ᾽ἠυκόμοιο.
[ἔνθ᾽ἦ τοι τοὺς μὲν θανάτου
τέλος ἀμφεκάλυψε] τοῖς
δὲ δίχ᾽ἀνθρώπων
βίοτον καὶἤθε᾽ὀπάσσας Ζεὺς Κρονίδης κατένασσε πατὴρ ἐς πείρατα γαίης. καὶ τοὶ μὲν ναίουσιν ἀκηδέα θυμὸν ἔχοντες ἐν μακάρων νήσοισι παρ᾽Ὠκεανὸν βαθυδίνην, ὄλβιοι ἥρωες, τοῖσιν μελιηδέα καρπὸν τρὶς ἔτεος θάλλοντα φέρει ζείδωρος ἄρουρα.
Μηκέτ᾽ἔπειτ᾽ὤφελλον ἐγὼ πέμπτοισι μετεῖναι ἀνδράσιν, ἀλλ᾽ἢ πρόσθε θανεῖν ἢἔπειτα γενέσθαι.
νῦν γὰρ δὴ γένος ἐστὶ σιδήρεον·
οὐδέ ποτ᾽ἦμαρ παύσονται καμάτου
καὶὀιζύος οὐδέ τι
νύκτωρ φθειρόμενοι· χαλεπὰς δὲ θεοὶ δώσουσι μερίμνας. ἀλλ᾽ἔμπης καὶ τοῖσι μεμείξεται ἐσθλὰ κακοῖσιν. Ζεὺς δ᾽ὀλέσει καὶ τοῦτο
γένος μερόπων ἀνθρώπων, εὖτ᾽ἂν γεινόμενοι πολιοκρόταφοι
τελέθωσιν. οὐδὲ πατὴρ
παίδεσσιν ὁμοίιος οὐδέ τι παῖδες οὐδὲ ξεῖνος ξεινοδόκῳ καὶἑταῖρος ἑταίρῳ,
οὐδὲ κασίγνητος φίλος ἔσσεται, ὡς τὸ πάρος
περ. αἶψα δὲ γηράσκοντας ἀτιμήσουσι τοκῆας·
μέμψονται δ᾽ἄρα τοὺς χαλεποῖς
βάζοντες ἔπεσσι, σχέτλιοι, οὐδὲ θεῶν ὄπιν εἰδότες·
οὐδέ κεν οἵ γε γηράντεσσι τοκεῦσιν ἀπὸ θρεπτήρια
δοῖεν· [χειροδίκαι· ἕτερος δ᾽ἑτέρου
πόλιν ἐξαλαπάξει·] οὐδέ τις εὐόρκου χάρις ἔσσεται
οὐδὲ δικαίου οὐδ᾽ἀγαθοῦ, μᾶλλον δὲ κακῶν ῥεκτῆρα
καὶὕβριν ἀνέρα τιμήσουσι·
δίκη δ᾽ἐν χερσί· καὶ αἰδὼς οὐκ ἔσται, βλάψει δ᾽ὁ κακὸς
τὸν ἀρείονα φῶτα
μύθοισι σκολιοῖς ἐνέπων, ἐπὶ δ᾽ὅρκον ὀμεῖται. ζῆλος
δ᾽ἀνθρώποισιν ὀιζυροῖσιν ἅπασι
δυσκέλαδος κακόχαρτος ὁμαρτήσει στυγερώπης.
καὶ τότε δὴ πρὸς Ὄλυμπον ἀπὸ χθονὸς
εὐρυοδείης λευκοῖσιν φάρεσσι καλυψαμένω
χρόα καλὸν ἀθανάτων
μετὰ φῦλον ἴτον προλιπόντ᾽ἀνθρώπους
Αἰδὼς καὶ Νέμεσις·
τὰ δὲ λείψεται ἄλγεα λυγρὰ θνητοῖς ἀνθρώποισι·
κακοῦ δ᾽ οὐκ ἔσσεται ἀλκή. ……………….
Αλλά ας δούμε τι σημαίνουν όλα αυτά, πάντα με γνώμονα την
Ελληνική γραμματεία και συγκεκριμένα το Πρόκλειο «Υπόμνημα εις τα Ησιόδου Έργα
και Ημέρες» :
Η φράση, λοιπόν, «πρώτα το χρυσό γένος –Χρύσεον μὲν πρώτιστα»
[σ. 109 - 110], που είναι σχετική με τις ανθρώπινες πολιτείες, περιέχει
μια ένδειξη των μεταβολών που συμβαίνουν στις ανθρώπινες ζωές από την αρετή
στην κακία και από την κακία στην αρετή, και ότι σε όλους δεν υπάρχει μια ζωή
αλλά η ζωή έχει ποικιλία. Και το ότι λέει ότι άλλοτε υπάρχει καλύτερο γένος και
άλλοτε χειρότερο, ενώ υπάρχουν πάντα τα καλύτερα και τα χειρότερα (γιατί δεν
είναι δυνατόν να χαθούν ούτε τα κακά ούτε και φυσικά τα καλά), δεν πρέπει
να μας κάνει να απορούμε καθόλου. Γιατί βλέπει αυτές τις μεταβολές σαν να
κοιτάζει σε έναν τόπο. Και σύμφωνα με την ποιητική άδεια, δεν αποκλείεται
καθόλου να υπάρχει αλλού το σιδερένιο γένος και αλλού το χρυσό γένος. Το ότι,
όμως, χρησιμοποιεί αμετάβλητα πράγματα, όπως τον χρυσό, τον άργυρο και τον σίδηρο,
για να υποδείξει τις ζωές, ούτε και αυτό είναι περίεργο. Γιατί η μεταφορά και η
αναπαράσταση μέσω εικόνων είναι κάτι απολύτως φυσιολογικό για την ποίηση.
Το «αυτοί ήταν τον καιρό του Κρόνου - οἳ μὲν ἐπὶ Κρόνου ἦσαν» [σ. 111] το λέει γιατί οι
άνθρωποι που άνηκαν στον χρυσό γένος είχαν ζωή καθαρή, άυλη και απαθή. Και αυτή
δηλώνει ο χρυσός, όπως ακριβώς κατέστησε φανερό ο Πλάτων στον «Κρατύλο,
397.e.2 – 398.c.4»
…………….ΣΩ. : Αλήθεια, Ερμογένη. Τι να σημαίνει
άραγε το όνομα «δαίμονες» ;; Πρόσεξε αν σου φανώ ότι λέω κάτι σπουδαίο.
ΕΡΜ. : Λέγε.
ΣΩ. : Γνωρίζεις ποιοι, κατά τον Ησίοδο,
είναι οι δαίμονες ;;
ΕΡΜ. : Δεν γνωρίζω.
ΣΩ. : Δεν γνωρίζεις ούτε για το χρυσό γένος
των ανθρώπων, που λέει ότι υπήρξε πρώτο ;;
ΕΡΜ. : Αυτό το ξέρω.
ΣΩ. : Λέει λοιπόν για αυτό «Μόλις το γένος
τούτο χωρίστηκε σε μέρη οι δαίμονες αγνοί και υποχθόνιοι ονομάζονται, εσθλοί,
αλεξίκακοι, φύλακες των ανθρώπων».
ΕΡΜ. : Δηλαδή, τι εννοείς;;
ΣΩ. : Νομίζω πως, λέγοντας χρυσό
γένος, δεν εννοεί φτιαγμένο από χρυσάφι, αλλά αγαθό και καλό. Απόδειξη
θεωρώ το γεγονός ότι για μας λέει πως είμαστε το σιδερένιο γένος.
ΕΡΜ. : Έχεις δίκιο.
ΣΩ. : Πιστεύεις λοιππον ότι, και αν
κάποιος από τους συγχρόνους μας είναι αγαθός, θα μπορούσε να πει πως ανήκει στο
χρυσό γένος ;;
ΕΡΜ. : Βέβαια.
ΣΩ. : Οι αγαθοί όμως είναι φρόνιμοι
ή τίποτα άλλο ;;
ΕΡΜ. : Φρόνιμοι.
ΣΩ. : Κατά την γνώμη μου, αυτό
περισσότερο από οτιδήποτε άλλο χαρακτηρίζει τους δαίμονες. Επειδή ήτανφρόνιμοι
και «δαήμονες» (σοφοί) τους ονόμασαν «δαίμονες». Και στην αρχαία γλώσσα μας το
όνομα αυτό αντιστοιχεί στο ίδιο. Σωστά λοιπόν και αυτός και άλλοι ποιητές λένε
ότι, να πεθάνει κάποιος αγαθός, μεγάλη τύχη και τιμές αποκτάει και γίνεται
δαίμονας, σύμφωνα με την ονομασία της φρόνησης. Έτσι και εγώ λοιπόν
αντιλαμβάνομαι τον «δαήμονα», δηλαδή κάθε άνθρωπο, θεϊκό όσο ζει και αφού
πεθάνει, και νομίζω ότι σωστά ονομάζεται «δαίμων». ……………..
……………..{ΣΩ.} Καὶὡς ἀληθῶς, ὦἙρμόγενες, τίἄν ποτε νοοῖ τὸὄνομα οἱ “δαίμονες”; σκέψαι ἄν τί σοι δόξω
εἰπεῖν.
{ΕΡΜ.} Λέγε
μόνον.
{ΣΩ.} Οἶσθα
οὖν τίνας φησὶν Ἡσίοδος εἶναι τοὺς
δαίμονας;
{ΕΡΜ.} Οὐκ ἐννοῶ.
{ΣΩ.} Οὐδὲὅτι χρυσοῦν γένος τὸ πρῶτόν φησιν γενέσθαι
τῶν ἀνθρώπων;
{ΕΡΜ.} Οἶδα
τοῦτό γε.
{ΣΩ.} Λέγει
τοίνυν περὶ αὐτοῦ-
Αὐτὰρ ἐπειδὴ τοῦτο γένος κατὰ μοῖρ᾽ἐκάλυψεν,
οἱ μὲν δαίμονες ἁγνοὶὑποχθόνιοι καλέονται, ἐσθλοί, ἀλεξίκακοι, φύλακες θνητῶν ἀνθρώπων.
{ΕΡΜ.} Τί οὖν δή;
{ΣΩ.} Ὅτι
οἶμαι ἐγὼ λέγειν
αὐτὸν τὸ χρυσοῦν
γένος οὐκ ἐκ χρυσοῦ πεφυκὸς ἀλλ᾽ἀγαθόν τε καὶ καλόν.
τεκμήριον δέ μοίἐστιν ὅτι καὶἡμᾶς
φησιν σιδηροῦν εἶναι γένος.
{ΕΡΜ.} Ἀληθῆ λέγεις.
{ΣΩ.} Οὐκοῦν καὶ τῶν
νῦν οἴει ἂν φάναι αὐτὸν εἴ τις ἀγαθός ἐστιν ἐκείνου τοῦ χρυσοῦ γένους εἶναι;
{ΕΡΜ.} Εἰκός γε.
{ΣΩ.} Οἱ δ᾽ἀγαθοὶἄλλο τι ἢ φρόνιμοι;
{ΕΡΜ.} Φρόνιμοι.
{ΣΩ.} Τοῦτο
τοίνυν παντὸς μᾶλλον λέγει, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, τοὺς δαίμονας· ὅτι φρόνιμοι καὶ <δαήμονεσ> ἦσαν, “δαίμονας” αὐτοὺς ὠνόμασεν· καὶἔν γε τῇἀρχαίᾳ τῇἡμετέρᾳ φωνῇ αὐτὸ συμβαίνει τὸὄνομα. λέγει
οὖν καλῶς καὶ οὗτος
καὶἄλλοι ποιηταὶ πολλοὶὅσοι λέγουσιν ὡς, ἐπειδάν τις ἀγαθὸς ὢν τελευτήσῃ, μεγάλην μοῖραν
καὶ τιμὴν ἔχει καὶ γίγνεται δαίμων κατὰ τὴν
τῆς φρονήσεως ἐπωνυμίαν. ταύτῃ οὖν τίθεμαι
καὶἐγὼ [τὸν δαήμονα] πάντ᾽ἄνδρα ὃς ἂν ἀγαθὸς ᾖ, δαιμόνιον
εἶναι καὶ ζῶντα καὶ τελευτήσαντα, καὶὀρθῶς “δαίμονα”
καλεῖσθαι. ………..
Πως όμως αυτοί ζούσαν τον Καιρό του Κρόνου, θα το
καταλάβουμε αν σκεφτούμε ότι ο Κρόνος είναι χορηγός της νοητικής ζωής, καθώς
είναι “κόρος” του νοός ή μάλλον “κορός” νους και καθαρός. Γιατί
το “κορός” σημαίνει καθαρός. Όλοι, λοιπόν, όσοι ζουν νοητικά
έχουν Κρόνια πολιτεία, και για αυτό λέγεται ότι ο βασιλιάς τους είναι ο Κρόνος,
όπως ακριβώς ο Δίας είναι βασιλιάς όσων ζουν πολιτικά με βάση την άριστη
πολιτεία η οποία θεωρεί τα πάντα κοινά – κατά πως λέγει ο Πλάτωνας στους «Νόμους,
739.b». Δέν πρέπει, λοιπόν, να πιστέψουμε ότι μεταβάλλεται η βασιλεία των
θεών, αλλά ότι οι ψυχές μεταβάλλουν την ζωή τους και κάνουν άλλο θεό βασιλιά
τους. Ο μύθος, όμως, μεταφέρει τη μεταβολή από εμάς στους βασιλιάδες.
Το «και σαν θεοί ζούσαν - ὥστε θεοὶ δ᾽ἔζωον»
[σ. 112] δικαιολογημένα το λέει ο Ησίοδος, μιας και όσοι ήταν καθαροί από κάθε
πάθος έμοιαζαν με τον άφθαρτο και καθαρό χρυσό : λέγεται ότι είναι ομοιότατοι
με τους θεούς. γιατί κατά πρώτον οι θεοί είναι απαθείς, ενώ οι ψυχές
πετυχαίνουν αυτή την ευδαιμονία μιμούμενες τους θεούς.
Το ότι «ούτε καθόλου έρχονταν τα φοβερά γεράματα για
αυτούς – οὐδέ τι δειλὸν γῆρας ἐπῆν» [σ. 113-115] είναι Κρόνιο
χαρακτηριστικό. Γιατί και ο Ορφέας έλεγε ότι ο Κρόνος έχει πάντα μαύρες τις
τρίχες της γενειάδας του. Και ο Πλάτωνας στον «Πολιτικό, 270.d – e» λέει
ότι όσοι ζουν στην περίοδο του Κρόνου αποβάλουν το γήρας και γίνονται πάντα
νεότεροι. Υποδεικνύει, μάλιστα, ότι όλοι όσοι ζουν σύμφωνα με τον νου και για
τον λόγο αυτό έχουν Κρόνια ζωή, οδεύουν πάντα προς μεγαλύτερη ακμαιότητα,
αφήνοντας τη φθορά που συνυπάρχει με την γένεσιν. Γιατί το γήρας υπάρχει μέσα
στην γένεση, ενώ έξω από τη γένεση βρίσκεται η διαρκής νεότητα και ακμή, καθώς
δεν έχει θέσειτο αφύσικο.
Το «και πέθαιναν σαν να τους έπαιρνε ο ύπνος - θνῇσκον δ᾽ὥσθ᾽ὕπνῳ δεδμημένοι» [σ. 116-117] που αναφέρει
είναι επακόλουθο όλων όσων ζουν χωρίς αρρώστιες, το να πραγματοποιείται δηλαδή
ο χωρισμός από τα σώματα χωρίς βιαιότητα και πόνο, και το να είναι η
απελευθέρωση από το σώμα σαν το βγάλσιμο του χιτώνα. Για αυτό και είπε ότι
έμοιαζε με ύπνο, επειδή συνέβαινε με ευκολία και φυσικότητα, χωρίς βιαιότητα.
Όταν μας λέγει πως «από τον καιρό που σκέπασε πια η γαία
αυτό το γένος, τούτοι έγινα με την θέληση του μεγάλου Διός Δαίμονες, εσθλοί,
επιχθόνιοι, φύλακες των θνητών ανθρώπων -αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ τοῦτο γένος κατὰ γαῖα κάλυψε, τοὶ μὲν δαίμονες ἁγνοὶἐπιχθόνιοι τελέθουσιν ἐσθλοί, ἀλεξίκακοι, φύλακες θνητῶν ἀνθρώπων»,
δεν κάνει τίποτε άλλο από το αναφέρεται στην ζωή όσων ανήκουν στο χρυσό γένος.
Λέει ποιος είναι ο κλήρος και η θέση τους μετά θάνατον. Γιατί υπάρχουν τρία
πράγματα : η ζωή, ο θάνατος και ο κλήρος. Έχει όμως πει ότι η ζωή τους ήταν
απαθής και ο θάνατος αβίαστος. Τώρα λοιπόν λέγει το τρίτο, ότι ο κλήρος τους
ήταν δαιμονικός. Γιατί όσοι έχουν ζήσει έτσι, με θέλημα των θεών τοποθετούνται
στην τάξη των δαιμόνων [κατά θέση δαίμονες], καθώς είναι αγαθοί φύλακες
των ανθρώπων που ζουν ακόμη τη θνητή ζωή και χορηγοί αγαθών στους ανθρώπους,
επειδή φυλάσσουν τη ζωή των ανθρώπων χωρίς βάσανα και κάνουν εύκολη τη ζωή που
οι άνθρωποι ζουν με σώματα.
Έπειτα αναφέρεται στο αργυρό γένος, με την φράση «Ύστερα
πάλι δεύτερο γένος, πολύ κατώτερο, ασημένιο έπλασαν
αυτοί που κατοικούν στου Ολύμπου τα δώματα – Δεύτερον αὖτε γένος
πολὺ χειρότερον μετόπισθεν» [σ. 127 - 129]. Από
την Ορφική παράδοση γνωρίζουμε, κάτι που αναφέρει και ο Πρόκλος, ότι ότι ο
Κρόνος βασιλεύει στο αργυρό γένος, λέγοντας αργυρούς όσους ζουν με βάση τον
καθαρό Λόγο [λογική], όπως ακριβώς λέει χρυσούς όσους ζουν με βάση μόνο
τον νου [κατά νου μόνον]. Ο Ησίοδος, όμως θέλοντας να δηλώσει τη μεταβολή της
ανθρώπινης ζωής παρουσιάζει το αργυρό γένος ράθυμο. Ωστόσο λέγει ότι το αργυρό
γένος είναι μεν χειρότερο από το χρυσό, δεν διολίσθησε όμως στην έσχατη κακία,
αλλά στην αργία [απραξία] και στην φυσική ζωή [που είναι σύμφωνη με την
φύση] αντί για την νοητική ζωή.
Ποιο κάτω, και όταν λέγει ότι «δεν μπορούσαν να κρατούν
μακριά ο ένας από τον άλλον την ανόσια αλαζονεία, και δεν ήθελαν να λατρεύουν
τους αθανάτους, ούτε να θυσιάζουν επάνω στους ιερούς βωμούς των μακάρων,
σύμφωνα με τα έθιμα που έχουν οι άνθρωποι ο καθένας στον τόπο του –ὕβριν γὰρ ἀτάσθαλον οὐκ ἐδύναντο ἀλλήλων ἀπέχειν, οὐδ᾽ἀθανάτους θεραπεύειν ἤθελον οὐδ᾽ἔρδειν
μακάρων ἱεροῖς ἐπὶ βωμοῖς, ᾗ θέμις ἀνθρώποις κατὰἤθεα» [σ. 134 - 140] δεν κάνει
τίποτα άλλο από τα να μας υποδεικνύει τα επακόλουθα της ράθυμης ζωής των
ανθρώπων, δηλαδή λόγω της μαλθακότητάς τους να φέρονται υπεροπτικά και να μην
απέχουν από τις αλαζονικές πράξεις ο ένας από τον άλλον ούτε να τηρούν τις υποχρεώσεις
τους προς τους θεούς, αλλά να ζουν πίνοντας και τρώγοντας σαν τα φυτά. Έτσι επί
παραδείγματι έζησαν οι Συβαρίτες και οι Κολοφώνιοι και χάθηκαν, ενώ αυτό το
πάθημα άγγιξε επίσης τους Πέρσες και τους Μύδους.
Όταν δε αναφερόμενος στο τέλος τους μας λέγει ότι «Όταν
και τούτο το γένος κατά γαίαν καλύφτηκε, αυτοί καλούνται υποχθόνιοι μάκαρες
θνητοί, και έρχονται σε κατώτερη τάξη, μα τους ακολουθεί και τούτος κάποια τιμή – αὐτὰρ ἐπεὶ καὶ τοῦτο γένος κατὰ γαῖα κάλυψε, τοὶ μὲν ὑποχθόνιοι
μάκαρες θνητοὶ καλέοντα, δεύτεροι, ἀλλ᾽ἔμπης τιμὴ καὶ τοῖσιν ὀπηδεῖ» δεν κάνει κάτι άλλο από το αναφέρεται στον
κλήρο που έλαβαν. Μιας και οι προηγούμενοί τους έγιναν επιχθόνιοι, καθώς είναι
χορηγεί αγαθών και φύλακες θνητών. Τούτοι όμως λέγονται μακάριοι «θνητοί»
και «υποχθόνιοι», επειδή τοποθετήθηκαν στους τόπους υπό την γη, καθώς
ζούσαν ζωή φυσική [σύμφωνη με την φύση] αντί για ζωή νοητική, μοιάζοντας με τα
φυτά που έχουν τα κεφάλια τους ριζωμένα στη γη. Γιατί οι ρίζες είναι τα κεφάλια
των φυτών. Δικαιολογημένα λοιπόν είναι «υποχθόνιοι» και «θνητοί»
φύλακες, επειδή ζουν με βάση το θνητό τους μέρος. Γιατί τέτοια είναι η φυσική
ζωή [η σύμφωνη με τη φύση]. Το ποιών είναι φύλακες βέβαια είναι εύκολα
αντιληπτό : των ψυχών που ζουν σε εκείνους τους τόπους, οι οποίες δεν έζησαν μόνο
φυσικά [σύμφωνα με τη φύση] αλλά διολίσθησαν σε κάθε κακία. Για αυτό και
αναφερόμενος σε τούτους προσέθεσε ότι και αυτούς «τους ακολουθεί τιμή»,
εφόσον δεν πραγματοποίησαν μεγάλα κακά σαν και αυτά των επομένων τους.
Έπειτα [σ. 143 - 151] ακολουθεί η αναφορά στο τρίτο γένος,
το χάλκινο. Αυτό το γένος δικαιολογημένα είναι τρίτο, καθώς δεν είναι ούτε
νοητικό ούτε πανούργο, αλλά πραγματικά φοβερό και φονικό, έχοντας εκτραπεί σε
τυραννική άσκηση της δύναμή του, επειδή νοιαζόταν μόνο για τα σώματα. Για αυτό και
ο Ησίοδος λέει: «άπληστοι. Μεγάλη δύναμη και χέρια ανίκητα φύτρωναν από τους
ώμους τους – ἄπλαστοι·
μεγάλη δὲ βίη καὶ χεῖρες ἄαπτοι ἐξ ὤμων ἐπέφυκον». Γιατί δηλώνει ότι όσοι
άνηκαν σε αυτό το γένος ασκούσαν τη σωματική δύναμη αμελώντας τα άλλα. Ασχολούνταν
με την κατασκευή των όπλων και χρησιμοποιούσαν για αυτόν τον σκοπό τον χαλκό,
όπως το σίδερο για την γεωργία, σκληραίνοντας τον χαλκό, που από την φύση του
είναι μαλακός, με κάποια βαφή, δηλαδή με σκλήρυνση με την θέρμανση και απότομη
βύθιση σε νερό ή λάδι. Όταν, όμως, τέλειωσε η χρήση αυτής της βαφής, προχώρησαν
στη χρήση του σιδήρου κατά τους πολέμους. Χρησιμοποιώντας βέβαια ο Ησίοδος το
δωρικό τύπο «μελιᾶν» αντί
του «μελιῶν»
εννοούσε ότι αυτό το χάλκινο γένος ξεφύτρωσε από τα δέντρα μελίες και όχι τις
Νύμφες Μελίες. Άλλωστε είναι παράλογο να προέρχονταν από θεϊκό γένος και να
είχαν γεννηθεί θηριώδεις. Αντιθέτως, επειδή έχουν γεννηθεί από σκληρά δέντρα
που σαπίζουν δύσκολα, έγιναν ισχυροί στα σώματα και ανελέητοι και βίαιοι στον
χαρακτήρα. Γιατί αυτό υπαινίσσεται η γέννησή τους από μελίες.
Έπειτα [σ. 152 - 156] λέγει ότι αυτοί κατάρρευσαν από μόνοι
τους, επειδή ήταν ακοινώνητοι και θηριώδεις και σχεδόν αλληλοσκοτώνονταν. Και
δικαιολογημένα βυθίστηκαν στον υποχθόνιο τόπο, όπου έχει συνενωθεί το άτακτο
μέρος του Κόσμου και το θηριώδες γένος των δαιμόνων. Αυτοί, λοιπόν,
δικαιολογημένα είναι οι τρίτοι από το Χρυσό γένος. Γιατί εκείνοι ήταν απαθείς,
οι επόμενοι τους ούτε απαθείς ούτε εμπαθείς, παρόλο που στο τέλος φέρονταν
υπεροπτικά λόγω της εύκολης απόκτησης των αναγκαίων. Τούτοι οι τρίτοι, όμως δεν
ήταν μόνο αλαζόνες αλλά και φονικοί και εμπαθείς, και έφτασαν στην έσχατη
κακία, ώστε η ανθρώπινι ζωή να έχει συμπεριληφθεί μέσα σε αυτήν την τριάδα,
στον χρυσό, στον άργυρο και στον χαλκό. Γιατί και η σειρά αυτών των υλικών
είναι τέτοια.
Έπειτα [σ. 157 - 158] λέγει ότι το τρίτο γένος εξαφανίστηκε
από κατακλυσμό. Μετά τον κατακλυσμό ήρθε στον βίο ένα ιερό γένος, αυτό των
ημιθέων, το οποίο διήρκησε οκτώ γενιές μέχρι τα Τρωικά. Γιατί ο Εύμηλος, ο
οποίος εκστράτευσε εναντίον της Τροίας, ήταν γιός του Άδμητου, και αυτός του
Φέρη, και αυτός του Κρηθέα, και αυτός του Αίολου, και αυτός του Έλληνα, και
αυτός του Δευκαλίωνα. Ο Γλαύκος επίσης ήταν γιός του Ιππόλοχου, του γιού του
Βελλεφοφάντη, του γιού του Γλαύκου, του γιού του Σίσυφου, του γιού του Αίολου,
του γιού του Έλληνα, του γιού του Δευκαλίωνα. Ο Γλαύκος λοιπόν ήταν όγδοος. Το
γένος λοιπόν διήρκησε τόσο και διέπρεψε στην αρετή.
Αυτούς [σ. 159 - 160] τους αποκάλεσαν ήρωες επειδή
γεννήθηκαν από έρωτα, είτε όταν θεοί ερωτεύτηκαν γυναίκες είτε όταν θεές
ερωτεύτηκαν άνδρες. Τους αποκάλεσαν ημίθεους επειδή κατά τη γέννησή τους είχαν
ένα μέρος τους θεϊκό και ένα άλλο ανθρώπινο. Όπως ακριβώς, λοιπόν, είναι θεϊκό
το γένος που προέρχεται από δύο θεούς και ανθρώπινο το γένος που προέρχεται από
δύο ανθρώπους, έτσι και το μικτό γένος που προέρχεται από θεούς και ανθρώπους
λέγεται γένος των ημιθέων. Όσον αφορά, όμως, την ίδια την διαφορά τους στη
γέννηση πρέπει να την αναγάγουμε στο είδος της ζωής τους. Γιατί όσους διέπρεψαν
περισσότερο στην ανυψωτική ζωή, τους παρουσίασαν να κατάγονται από πατέρα θεό
και από μητέρα άνθρωπο. Όσους διάπρεψαν στην πρακτική αρετή, αυτούς αντιστρόφως
τους παρουσίασαν από μητέρα θεά και από άνθρωπο πατέρα. Γιατί και οι δύο είναι
θεϊκές, και η ανυψωτική και η πρακτική αρετή. Αλλά η μια είναι ανδροπρεπής,
καθώς ανήκει σε ισχυρότερη ζωή, ενώ η άλλη είναι θηλυπρεπής, επειδή είναι
υποβαθμισμένη ως προς τη δύναμη. Επίσης η μια είναι απαθέστερη, ενώ η άλλη
είναι ομοιοπαθέστερη προς τα θνητά.
Έπειτα, στους σ. 167-173» όπου λέει ότι «Άλλους εκεί,
αλήθεια, ο θάνατος τους σκέπασε και πέθαναν, και άλλους ο
Κρονίδης Ζευς, αφού ξέχωρα από τους ανθρώπους τους όρισε να ζουν και να
κατοικούν, τους τοποθέτησε στα πέρατα της γαίας, μακριά από τους αθανάτους, και
ο Κρόνος είναι βασιλιάς τους, γιατί τον έλυσε από τα δεσμά ο πατέρας
των ανθρώπων και των θεών. Και τούτοι μεν κατοικούν έχοντες ξέγνοιαστη καρδιά
στα Νησιά των Μακάρων κοντά στον βαθυδίνη Ωκεανό, όλβιοι ήρωες που η πολύκαρπη
αρούρα [γη] τους χαρίζει γλυκό καρπό που ωριμάζει τρείς φορές το χρόνο. Και
στους άλλους που βρίσκονται στον κάτω Κόσμο χάρισε τιμή και κύδος. Ούτε άλλο
γένος έκαμε τόσο ονομαστό ο ευρύοπας Ζευς ανάμεσα στους ανθρώπους που
γεννήθηκαν επί της πολυτρόφας χθόνας – [ἔνθ᾽ἦ τοι τοὺς μὲν θανάτου
τέλος ἀμφεκάλυψε] τοῖς δὲ δίχ᾽ἀνθρώπων βίοτον καὶἤθε᾽ὀπάσσας Ζεὺς Κρονίδης κατένασσε πατὴρ ἐς πείρατα γαίης. καὶ τοὶ μὲν ναίουσιν ἀκηδέα θυμὸν ἔχοντες ἐν μακάρων νήσοισι
παρ᾽Ὠκεανὸν βαθυδίνην, ὄλβιοι ἥρωες, τοῖσιν μελιηδέα καρπὸν τρὶς ἔτεος θάλλοντα φέρει
ζείδωρος ἄρουρα], κάνει λόγο ο Ησίοδος
για τον κλήρο των ηρώων, ότι ο Ζευς τους απένειμε στα πέρατα της γης, χωριστά
από τους ανθρώπους, βιος και δικούς τους τόπους, τους οποίους ο Ησίοδος
αποκάλεσε «ἤθη»
(ενδιαιτήματα).
Ο υπαινιγμός, λοιπόν, δηλώνει ότι εκείνοι έχουν κλήρο πιο
θεϊκό από την «ἐν τῇ γενέσει ζωῆ» και ότι για αυτό λέγεται πως κατοικούν στις
νήσους των μακάρων, τις οποίες έχουν λάβει οι μακάριες ψυχές οι οποίες έχουν
εγκατασταθεί σε νησιά, επειδή οι ψυχές αυτές υπερέχουν της «γενέσεως» [του κόσμου της
γένεσης] όπως τα νησιά υπερέχουν από την θάλασσα – που με αυτήν
συμβολίζεται το «γίγνεσθαι». Λέγεται, μάλιστα, ότι κατοικούν «παρ ᾽Ὠκεανὸν βαθυδίνην»
ο οποίος χωρίζει τον νοητό τόπο από τη βασιλεία του Άδη και στον οποί λέγεται
ότι κατ’ αρχάς φάνουν όσοι πάνε στον Άδη. Λέει επίσης ότι η γη παράγει για
αυτούς καρπό τρείς φορές τον χρόνο, επειδή απολαμβάνουν τα τέλεια και πιο
θρεπτικά αγαθά από τις ζωογόνες δυνάμεις πάνω στην γη. Για αυτό και δεν είπε
απλώς ότι η γη φέρνει καρπούς
Ο Μύθος από το ησιόδειο «Έργα και Ημέρες, σ. 42 – 105»:
«Οι Θεοί, αλήθεια, κρατούν κρυμμένα τα μέσα της ζωής από
τους ανθρώπους. Αλλιώς θα μπορούσε εύκολα να εργάζεσαι μια ημέρα και να έχεις
να τρως για όλον τον χρόνο μένοντας άνεργος. Έτσι γρήγορα θα κρεμούσες το πηδάλιο
υπέρ του καπνού και θα έπαυαν οι κάματοι των βοδιών και των βασανισμένων
ημιόνων. Όμως ο Ζευς τα έκρυψε, επειδή θύμωσε που τον γέλασε ο Προμηθέας που
έχει στρεψίβουλες σκέψεις. Για αυτό σχεδίασε βαριές θλίψεις για τους ανθρώπους
και τους έκρυψε το πυρ. Τούτη όμως την έκλεψε ύστερα για τους ανθρώπους από τον
συνετό Δία ο υιός του Ιαπετού (κρύβοντας την) μέσα στο κοίλωμα ενός νάρθηκα,
χωρίς να το πάρει είδηση ο τερπικέραυνος Ζευς. Και ο νεφελοσυντάχτης Ζευς
θύμωσε και του είπε : “Ε, υιέ του Ιαπετού, που ξέρεις πονηριές καλύτερα από
όλους, χαίρεσαι που έκλεψες το πυρ και μου ξεγέλασες το νου, μα θα είναι μεγάλη
συμφορά και για σένα και για τους ανθρώπους που θα γεννηθούν. Σε αυτούς εγώ,
αντί του πυρός, θα δώσω ένα κακό, που όλοι θα το έχουν κρυφή χαρά, ενώ θα
σφιχταγκαλιάζουν το κακό τους”. Αυτά είπε και γέλασε ο πατήρ ανδρών και θεών.
Και πρόσταξε τον ξακουστό τον Ήφαιστο να ανακατέψει γαία και ύδωρ, το
γρηγορότερο και να βάλει ανθρώπινη φωνή και δύναμη, ώστε να φτιάσει ένα πλάσμα
ωραίο κι ερωτικό παρθένας, όμοιο στην μορφή με τις αθάνατες θεές. Ύστερα η
Αθηνά να της μάθει γυναικείες δουλειές, να υφαίνει πολυδαίδαλο ιστό. Και την
χρυσή την Αφροδίτη να της περιχύσει χάρη στο κεφάλι και τον πόθο τον πονεμένο
και τους καημούς τους αβάσταχτους. Και τον Ερμή πρόσταξε, τον αγγελιοφόρο και
πλανευτή που σκότωσε τον Άργο, να βάλει μέσα της ήθος που πλανεύει και αναιδή
νου. Αυτά είπε, κι εκείνοι υπάκουσαν στον βασιλιά Δία τον υιό του Κρόνου. Κι
αμέσως εκ γαίας ο ξακουστός ο αμφοτερόχωλος έπλασε ομοίωμα ντροπαλής παρθένας,
όπως το ήθελε υιός του Κρόνου. Και η θεά η γλαυκώπις Αθηνά την έζωσε και την
στόλισε. Κι οι θεές Χάριτες κι η Πότνια Πειθώ της έβαλαν γύρω στο λαιμό χρυσά
περιδέραια. Κι ολόγυρα οι Ώρες οι ομορφομαλλούσες της φόρεσαν στεφάνι από
ανοιξιάτικα λουλούδια. Και κάθε στολίδι της ταίριασε στο κορμί η Παλλάς Αθηνά.
Και κατόπι μέσα στα στήθια της έπλασε ψευτιές και γλυκόλογα και παμπόνηρο
φέρσιμο, κατά τις εντολές του Δία του βαρύκτυπου, ο αγγελιοφόρος των θεών που
σκότωσε τον Άργο. Κι ύστερα ο κήρυκας των θεών της έβαλε φωνή κι ωνόμασε αυτή
τη γυναίκα Πανδώρα, γιατί πάντες που έχουν τα Ολύμπια δώματα την έκαναν δώρο –
συμφορά στους ανθρώπους που αγαπούν τα δώρα. Αφού έφτιασε, λοιπόν, την αφεύγατη
τούτη ορθόστηλη παγίδα, τον Επιμηθέα έστειλε ο πατήρ τον ξακουστό φονιά του
Άργου, τον ταχύτατο αγγελιοφόρο, να του την πάει δώρο των θεών. Μα ο Επιμηθέας
δεν θυμήθηκε που του είπε ο Προμηθέας να μη δεχθεί ποτέ δώρο παρά του Ζηνός του
Ολυμπίου, αλλά να του το στείλει πίσω, μη τυχόν συμβεί κανένα κακό στους
ανθρώπους. Κι αφού δέχτηκε το κακό, θυμήθηκε, όταν πια το είχε στα χέρια του.
Πρωτύτερα, αλήθεια, ζούσαν οι άνθρωποι πάνω στη γη μακριά κι έξω από βάσανα κι
έξω από βαριούς κόπους κι από αρρώστιες γεμάτες πόνους που φέρνουν τους
θανάτους στους ανθρώπους. Μα η γυναίκα, βγάζοντας με τα χέρια της το μεγάλο
βούλωμα του πιθαριού, το σκόρπισε, και στους ανθρώπους έφερε βαριές θλίψεις.
Μονάχα η Ελπίδα έμεινε εκεί μέσα, στην άσπαστη φυλακή της, κάτω από τα χείλια
του πιθαριού, ούτε πέταξε έξω. Διότι πρόφτασε η Πανδώρα κι έβαλε το βούλωμα του
πιθαριού με την θέληση του νεφελοσυνάχτη Δία που κρατά την Αιγίδα. Κι άλλα
μύρια λυπηρά γυρίζουν ανάμεσα στους ανθρώπους. Γιατί είναι γεμάτη η γη και
γεμάτη η θάλασσα από κακά. Κι οι αρρώστιες πάνε όπως θέλουν στους ανθρώπους,
άλλες νύχτα κι άλλες ημέρα, κακά τους ανθρώπους φέρνοντας αμίλητες, γιατί τους
αφαίρεσε τη μιλιά ο συνετός Ζευς. Έτσι δεν υπάρχει τρόπος να ξεφύγει κανένας
τις βουλές του Διός. – Κρύψαντες γὰρ ἔχουσι θεοὶ βίον ἀνθρώποισιν. ῥηιδίως γάρ κεν καὶ ἐπ᾽ ἤματι ἐργάσσαιο, ὥστε σε κεἰς ἐνιαυτὸν ἔχειν καὶ ἀεργὸν ἐόντα· αἶψά
κε πηδάλιον μὲν ὑπὲρ καπνοῦ καταθεῖο, ἔργα βοῶν δ᾽ ἀπόλοιτο
καὶ ἡμιόνων ταλαεργῶν. ἀλλὰ Ζεὺς ἔκρυψε χολωσάμενος φρεσὶ ᾗσιν, ὅττι
μιν ἐξαπάτησε
Προμηθεὺς ἀγκυλομήτης· τοὔνεκ᾽ ἄρ᾽ ἀνθρώποισιν ἐμήσατο
κήδεα λυγρά, κρύψε δὲ πῦρ· τὸ μὲν
αὖτις ἐὺς πάις Ἰαπετοῖο ἔκλεψ᾽ ἀνθρώποισι Διὸς
παρὰ μητιόεντος ἐν κοίλῳ νάρθηκι, λαθὼν Δία τερπικέραυνον. τὸν δὲ χολωσάμενος προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς· “Ἰαπετιονίδη, πάντων πέρι μήδεα
εἰδώς, χαίρεις πῦρ κλέψας καὶ ἐμὰς
φρένας ἠπεροπεύσας,
σοί τ᾽ αὐτῷ μέγα πῆμα
καὶ ἀνδράσιν ἐσσομένοισιν.τοῖς δ᾽ ἐγὼ ἀντὶ πυρὸς δώσω κακόν, ᾧ κεν ἅπαντες τέρπωνται κατὰ θυμὸν ἑὸν κακὸν ἀμφαγαπῶντες. “Ὣς ἔφατ᾽, ἐκ
δ᾽ ἐγέλασσε πατὴρ ἀνδρῶν
τε θεῶν τε· ῞Ηφαιστον δ᾽ ἐκέλευσε περικλυτὸν ὅττι τάχιστα γαῖαν ὕδει φύρειν, ἐν δ᾽ ἀνθρώπου
θέμεν αὐδὴν καὶ σθένος, ἀθανάτῃς δὲ θεῇς
εἰς ὦπα ἐίσκειν παρθενικῆς καλὸν εἶδος ἐπήρατον· αὐτὰρ Ἀθήνην ἔργα διδασκῆσαι, πολυδαίδαλον ἱστὸν ὑφαίνειν·
καὶ χάριν ἀμφιχέαι κεφαλῇ χρυσέην Ἀφροδίτην καὶ πόθον ἀργαλέον καὶ γυιοβόρους μελεδώνας· ἐν δὲ θέμεν κύνεόν τε νόον καὶ ἐπίκλοπον ἦθος Ἑρμείην ἤνωγε, διάκτορον Ἀργεϊφόντην. Ὣς ἔφαθ᾽,
οἳ δ᾽ ἐπίθοντο Διὶ Κρονίωνι ἄνακτι … [αὐτίκα δ᾽ ἐκ
γαίης πλάσσε κλυτὸς Ἀμφιγυήεις παρθένῳ αἰδοίῃ ἴκελον Κρονίδεω διὰ βουλάς· ζῶσε δὲ καὶ κόσμησε
θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη· ἀμφὶ δέ οἱ Χάριτές
τε θεαὶ καὶ πότνια Πειθὼ ὅρμους χρυσείους ἔθεσαν χροΐ· ἀμφὶ δὲ τήν γε Ὧραι
καλλίκομοι στέφον ἄνθεσι
εἰαρινοῖσιν· πάντα δέ οἱ χροῒ κόσμον ἐφήρμοσε Παλλὰς Ἀθήνη·] ἐν
δ᾽ ἄρα οἱ στήθεσσι διάκτορος Ἀργεϊφόντης ψεύδεά θ᾽ αἱμυλίους τε λόγους καὶ ἐπίκλοπον ἦθος τεῦξε Διὸς
βουλῇσι βαρυκτύπου· ἐν δ᾽ ἄρα
φωνὴν θῆκε θεῶν κῆρυξ, ὀνόμηνε δὲ τήνδε γυναῖκα Πανδώρην, ὅτι πάντες Ὀλύμπια δώματ᾽ ἔχοντες δῶρον ἐδώρησαν, πῆμ᾽ ἀνδράσιν ἀλφηστῇσιν. Αὐτὰρ ἐπεὶ δόλον
αἰπὺν ἀμήχανον ἐξετέλεσσεν,
εἰς Ἐπιμηθέα πέμπε πατὴρ κλυτὸν Ἀργεϊφόντην
δῶρον ἄγοντα, θεῶν ταχὺν ἄγγελον·
οὐδ᾽ Ἐπιμηθεὺς ἐφράσαθ᾽ ὥς
οἱ ἔειπε Προμηθεὺς μή ποτε δῶρον δέξασθαι πὰρ Ζηνὸς Ὀλυμπίου, ἀλλ᾽ ἀποπέμπειν ἐξοπίσω, μή πού τι κακὸν θνητοῖσι γένηται· αὐτὰρ ὃ δεξάμενος, ὅτε δὴ κακὸν εἶχ᾽, ἐνόησε. Πρὶν μὲν γὰρ
ζώεσκον ἐπὶ χθονὶ φῦλ᾽ ἀνθρώπων νόσφιν ἄτερ τε κακῶν καὶ ἄτερ
χαλεποῖο πόνοιο νούσων τ᾽ ἀργαλέων, αἵ τ᾽ ἀνδράσι κῆρας ἔδωκαν. [αἶψα γὰρ ἐν
κακότητι βροτοὶ καταγηράσκουσιν.]
Αλλὰ γυνὴ χείρεσσι πίθου μέγα πῶμ᾽ ἀφελοῦσα ἐσκέδασ᾽, ἀνθρώποισι
δ᾽ ἐμήσατο κήδεα λυγρά. μούνη δ᾽ αὐτόθι Ἐλπὶς ἐν ἀρρήκτοισι
δόμοισιν ἔνδον ἔμεινε πίθου ὑπὸ χείλεσιν οὐδὲ θύραζε ἐξέπτη· πρόσθεν γὰρ ἐπέμβαλε πῶμα
πίθοιο [αἰγιόχου βουλῇσι Διὸς νεφεληγερέταο]. ἄλλα δὲ μυρία
λυγρὰ κατ᾽ ἀνθρώπους ἀλάληται·
πλείη μὲν γὰρ γαῖα κακῶν,
πλείη δὲ θάλασσα· νοῦσοι δ᾽ ἀνθρώποισιν ἐφ᾽ ἡμέρῃ, αἳ δ᾽ ἐπὶ νυκτὶ αὐτόματοι φοιτῶσι κακὰ θνητοῖσι
φέρουσαι σιγῇ, ἐπεὶ φωνὴν ἐξείλετο μητίετα Ζεύς. οὕτως οὔ τί πη ἔστι
Διὸς νόον ἐξαλέασθαι».
Όπως λέγει ο Πρόκλος, στο «Υπόμνημα εις τα Ησιόδου Έργα
και Ημέρες, σ. 48 – 51», ο Προμηθέας είναι εκείνος που δωρίζει στους
ανθρώπους τον νου ο οποίος υπολογίζει, πριν από τις εκβάσεις, όσα πρόκειται να
συμβούν και τον οποίο έχουν οι άνθρωποι αφού προσέβαλαν νοητική ζωή που
από τα ενδιαιτήματα του πατέρα Δία έφτασε σε τούτον εδώ τον τόπο. Οι απάτες του
Προμηθέα εναντίον του Διός δηλώνουν ότι ο Προμηθέας προετοίμασε ώστε τα θνητά
να μετέχουν στις ψυχές που ανήκουν στη σειρά του Διός ! Αν, μάλιστα, ο
Προμηθέας είναι «ἀγκυλομήτης»,
ανήκει στην σειρά του Κρόνου και νοεί τον εαυτό του με νοητικό τρόπο και είναι
στραμμένος με καμπύλο [ἀγκύλως]
τρόπο προς τον εαυτό του – «ὁ Προμηθεὺς, Κρόνιος τίς ἐστι καὶνοερῶς ἑαυτὸν νοῶν, καὶἀγκύλως εἰς ἑαυτὸν ἐπεστραμμένος» λέγει ο Πρόκλος.
Ενώ αν είναι «ποικιλομήτης» [ποικιλόνοος], σημαίνει αυτόν που έχει λάβει
ποικίλες νοήσεις, τις οποίες δωρίζει και στις ανθρώπινες ψυχές που εξέπεσαν στο
σώμα! Το δε κρύψιμο του πυρός, που αναφέρεται στον 50ον στίχο,
είναι η αόρατη συγκέντρωση της νοητικής και τεχνικής ζωής, με την οποία ο Ζευς
δημιούργησε τον Κόσμο και την οποία δίνει πρώτος εκούσια σε πολλές από τις
ψυχές που ήρθαν εδώ κάτω για να την κρατήσουν μυστική και απρόσβλητη. Γιατί το
πυρ, που είναι αίτιο φωτός, αποτελεί εικόνα του τεχνικού νου με βάση τον οποίο
οι άνθρωποι ζουν αρχικά με νοητικό τρόπο. Ενώ η κλοπή, ή ορθά η
χορηγία, του πυρός, που αναφέρεται στον 51ον στίχο, δηλώνει τη
«μετάθεσιν» [μεταφορά] από το νοητό και αφανές στο αισθητό και «ἀλλότριον» [ξένο], – γιατί κάθε
κλοπή στην πραγματικότητα αποτελεί μυστική μεταφορά του ξένου και ταιριάζει
στις ψυχές που μένουν στην περιοχή του νοητού, καθώς ο τεχνικός Λόγος είναι
νοητικός. Τον έχει δώσει, λοιπόν, ο Προμηθέας και στις ψυχές που εξέπεσαν εδώ
κάτω, για αυτό και ο μύθος αποκάλεσε αυτή την χορηγία κλοπή, επειδή μέσω του
Προμηθέα δόθηκε στις ψυχές που κατέβηκαν στον τόπο που τους είναι ξένος.
Εκ των Ησιόδειων έργων «Θεογονία» [σ. 116 - 514] & «Έργα
και Ήμερες» [σ. 44 – 105] γνωρίζουμε ότι : ο Τιτάνας Ιαπετός[8],
ο αδελφός του Ωκεανού, είναι υιός του Ουρανού και ης Γαίας. Ο Ιαπετός έσμιξε με
την «καλλίσφυρον» Ωκεανίδα Κλυμένη, ή με την Τιτανίδα Θέμιδα, και γεννήθηκε ο «ποικίλος
αἰολόμητις» Τιτάνας
Προμηθέας, ο Τιτάνας Επιμηθέας, ο Τιτάνας Άτλαντας κλπ. Ο Τιτάνας Άτλαντας –
στο όρος Κυλλήνη της Αρκαδίας – έσμιξε με την Ωκεανίδα Πλειόνη ή Πληιόνη ή
Αίθρα, την κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος, και γεννήθηκαν οι επτά Πλειάδες[9] :
η Μαία, η Ταϋγέτη, η Ηλέκτρα, η Στερόπη (ή Αστερόπη), η Κελαινώ, η
Αλκυόνη και η Μερόπη. Ο Τιτάνας Επιμηθέας έσμιξε με την Πανδώρα, την εκ γαίας
και ύδατος πλασμένη από τον Ήφαιστο κατ’ εντολή του Διός, και γεννήθηκε η θνητή
Πύρρα. Ο Τιτάνας Προμηθέας έσμιξε με την Πλειάδα Κελαινώ [=μέλαινα] και
γεννήθηκε ο Δευκαλίωνας. Ο Δίας ή ο Δευκαλίωνας έσμιξε με την Πύρρα και
γεννήθηκε ο Έλλην – «γίνονται δὲ
ἐκ Πύρρας Δευκαλίωνι παῖδες Ἕλλην μὲν
πρῶτος, ὃν ἐκ Διὸς
γεγεννῆσθαι <ἔνιοι> λέγουσι» κατά τον
Απολλόδωρο τον Αθηναίο [Μυθολογική Βιβλιοθήκη, τόμος Α’, 1.49.1].
Το αυτό γεγονός, η γένεση του Έλληνα, μυθολογικά έλαβε χώρα,
όπως μας λέγει ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος [Μυθολογική Βιβλιοθήκη, τόμος Α΄, 1.47.
1 - 4], μετά την καταστροφή του χάλκινου γένους[10] και
ταυτόχρονα με την ακολουθούμενη εκ του Διός δημιουργία του ιερού γένους των
Ηρώων[11] (που
διήρκεσε οκτώ γενιές μέχρι τα Τρωικά), άλλωστε όπως λέγει ο Απολλόδωρος ο
Αθηναίος [Μυθολογική Βιβλιοθήκη, 1.50.1] ο Έλλην «ἀφ᾽
αὑτοῦ τοὺς καλουμένους Γραικοὺς προσηγόρευσεν Ἕλληνας».
Αλλά ας δούμε όλο τον μύθο που παραθέτει ο Απολλόδωρος ο
Αθηναίος [Μυθολογική Βιβλιοθήκη, Τόμος Α’, 1.47.1 - 1.50.13] :
«Επειδή ο Ζεύς θέλησε να εξαφανίσει το χάλκινο γένος,
ο Δευκαλίωνας κατά προτροπή του Προμηθέα έφτιαξε μια λάρνακα και, αφού έβαλε
μέσα τα αναγκαία, μπήκε κι αυτός μαζί με την Πύρα. Ο Ζευς έριξε έχυσε από
τον ουρανό πολύ υετό πλημυρίζοντας τα περισσότερα μέρη της Ελλάδος, έτσι ώστε
διεφθάρησαν [πέθαναν] όλοι οι άνθρωποι, εκτός από λίγους, οι οποίοι κατέφυγαν
στα κοντινά υψηλά όρη. Τότε χωρίστηκαν και τα όρη της Θεσσαλίας και πλημμύρισαν
όλες οι περιοχές έξω από τον Ισθμό και την Πελοπόννησο. Ο Δευκαλίωνας
όμως μέσα στην λάρνακα, παρασυρόμενος στην θάλασσα για εννέα ημέρες και νύκτες,
έπιασε στον Παρνασσό κι εκεί, όταν σταμάτησε ο όμβρος, βγήκαν έξω και
πρόσφεραν θυσία στον Φύξιο Ζευς. Ο Ζεύς, στέλνοντας του τον Ερμή, τον
προέτρεψε να διαλέξει ότι θέλει. Κι αυτός διάλεξε να του γεννήσει
ανθρώπους. Όπως του είπε λοιπόν ο Ζευς, έπαιρνε λίθους και τους πετούσε
πάνω από το κεφάλι του. Όσοι πέταξε ο Δευκαλίωνας έγιναν άνδρες, όσοι έταξε η
Πύρρα γυναίκες. Για αυτό και ονομάστηκαν λαοί μεταφορικά, από το λάας που είναι
ο λίθος. Ο Δευκαλίωνας απέκτησε από την Πύρρα δυο υιούς, πρώτο τον
Έλληνα, που όπως λένε κάποιοι, γεννήθηκε από τον Δία και δεύτερο τον
Αμφικτύονα, που έγινε βασιλιάς στην Αττική μετά τον Κραναό, και μία θυγατέρα,
την Πρωτογένεια, που από τον Δία γέννησε τον Αέθλιο. Από τον Έλληνα και τη
νύμφη Ορσηίδα γεννήθηκαν ο Δώρος, ο Ξούθος και ο Αίολος. Αυτός ονόμασε Έλληνες
τους λεγόμενους Γραικούς και μοίρασε τη χώρα τα παιδιά του. Ο Ξούθος, που πήρε
την Πελοπόννησο, απέκτησε από την Κρέουσα, κόρη του Ερεχθέα, τον Αχαιό και τον
Ίωνα, από τους οποίους ονομάστηκαν οι Αχαιοί και οι Ίωνες. Ο Δώρος έλαβε την
περιοχή πέρα από την Πελοπόννησο και ονόμασε τους κατοίκους της με το όνομά του
Δωριείς. Ο Αίολος, ως βασιλέας στην περιοχή της Θεσσαλίας, ονόμασε τους
κατοίκους της Αιολείς, παντρεύτηκε την Εναρέτη, κόρη του Δηίμαχου, και απέκτησε
επτά γιούς, τον Κρηθέα, τον Σίσυφο, τον Αθάμαντα, τον Σαλμωνέα, τον Δηιόνα, τον
Μάγνητα και τον Περιήρη, και πέντε κόρες, την Κανάκη, την Αλκυόνη, την
Πεισιδίκη, την Καλύκη και την Περιμήδη - ἐπεὶ δὲ ἀφανίσαι Ζεὺς τὸ χαλκοῦν ἠθέλησε γένος, ὑποθεμένου Προμηθέως Δευκαλίων
τεκτηνάμενος λάρνακα, καὶ
τὰ ἐπιτήδεια ἐνθέμενος, εἰς ταύτην μετὰ Πύρρας εἰσέβη. Ζεὺς δὲ πολὺν
ὑετὸν ἀπ᾽
οὐρανοῦ χέας τὰ πλεῖστα
μέρη τῆς Ἑλλάδος κατέκλυσεν, ὥστε διαφθαρῆναι πάντας ἀνθρώπους, ὀλίγων χωρὶς οἳ συνέφυγον εἰς
τὰ πλησίον ὑψηλὰ ὄρη.
τότε δὲ καὶ τὰ κατὰ
Θεσσαλίαν ὄρη διέστη, καὶ τὰ ἐκτὸς Ἰσθμοῦ
καὶ Πελοποννήσου συνεχύθη
πάντα. Δευκαλίων δὲ
ἐν τῇ λάρνακι διὰ τῆς θαλάσσης φερόμενος <ἐφ᾽> ἡμέρας ἐννέα καὶ νύκτας <τὰς> ἴσας τῷ Παρνασῷ προσίσχει, κἀκεῖ τῶν ὄμβρων παῦλαν λαβόντων ἐκβὰς θύει Διὶ φυξίῳ. Ζεὺς δὲ πέμψας Ἑρμῆν πρὸς αὐτὸν ἐπέτρεψεν αἱρεῖσθαι ὅ τι βούλεται· ὁ δὲ
αἱρεῖται ἀνθρώπους αὐτῷ γενέσθαι. καὶ Διὸς εἰπόντος
ὑπὲρ κεφαλῆς
ἔβαλλεν αἴρων λίθους, καὶ οὓς μὲν
ἔβαλε Δευκαλίων, ἄνδρες ἐγένοντο, οὓς
δὲ Πύρρα, γυναῖκες. ὅθεν καὶ
λαοὶ μεταφορικῶς ὠνομάσθησαν ἀπὸ τοῦ λᾶας
ὁ λίθος. γίνονται
δὲ ἐκ Πύρρας Δευκαλίωνι παῖδες Ἕλλην μὲν πρῶτος, ὃν ἐκ Διὸς γεγεννῆσθαι <ἔνιοι> λέγουσι, <δεύτερος
δὲ> Ἀμφικτύων ὁ μετὰ Κραναὸν βασιλεύσας τῆς Ἀττικῆς, θυγάτηρ δὲ Πρωτογένεια, ἐξ ἧς καὶ Διὸς Ἀέθλιος. Ἕλληνος δὲ καὶ νύμφης Ὀρσηίδος Δῶρος Ξοῦθος Αἴολος. αὐτὸς μὲν οὖν ἀφ᾽ αὑτοῦ τοὺς καλουμένους Γραικοὺς προσηγόρευσεν Ἕλληνας, τοῖς δὲ παισὶν ἐμέρισε τὴν χώραν· καὶ Ξοῦθος μὲν
λαβὼν τὴν Πελοπόννησον ἐκ Κρεούσης τῆς Ἐρεχθέως Ἀχαιὸν ἐγέννησε καὶ
Ἴωνα, ἀφ᾽ ὧν
Ἀχαιοὶ καὶ Ἴωνες
καλοῦνται, Δῶρος δὲ τὴν
πέραν χώραν Πελοποννήσου λαβὼν
τοὺς κατοίκους ἀφ᾽ ἑαυτοῦ Δωριεῖς ἐκάλεσεν,
Αἴολος δὲ βασιλεύων τῶν περὶ τὴν
Θεσσαλίαν τόπων τοὺς ἐνοικοῦντας Αἰολεῖς προσηγόρευσε, καὶ γήμας Ἐναρέτην τὴν
Δηιμάχου παῖδας μὲν ἐγέννησεν ἑπτά,
Κρηθέα Σίσυφον Ἀθάμαντα
Σαλμωνέα Δηιόνα Μάγνητα Περι ήρην, θυγατέρας δὲ
πέντε, Κανάκην Ἀλκυόνην
Πεισι δίκην Καλύκην Περιμήδην».
Πέραν τούτων και ο Αισχύλος, στον «Προμηθέα Δεσμώτη, σ. 228
– 236», βάζει τον Προμηθέα να μας πει ότι : «Μόλις κάθισε στον πατρικό του
θρόνο ο Ζευς, αμέσως άρχισε προνόμια να προφέρει στους θεούς, αυτό στον έναν
και στον άλλον άλλο, σε κλήρους διαμοιράζοντας την εξουσία, δίχως καθόλου να
γνοιαστεί για τους ταλαίπωρους βροτούς, μα αντίθετα ήθελε να ξεπαστρέψει όλο το
γένος τους, κι άλλο καινούργιο να φυτέψει. Και έξω από εμένα, κανείς σε αυτά
δεν αντιστάθηκε. Εγώ μονάχα τόλμησα. Και τους ανθρώπους γλύτωσα, να μην
κατέβουν θρύμματα στον Άδη.- ὅπως
τάχιστα τὸν πατρῷον ἐς θρόνον καθέζετ᾽,
εὐθὺς δαίμοσιν νέμει γέρα ἄλλοισιν ἄλλα, καὶ διεστοιχίζετο ἀρχήν,
βροτῶν δὲ τῶν ταλαιπώρων λόγον οὐκ ἔσχεν
οὐδέν᾽, ἀλλ᾽
ἀιστώσας γένος τὸ πᾶν ἔχρῃζεν ἄλλο φιτῦσαι
νέον. καὶ τοῖσιν οὐδεὶς
ἀντέβαινε πλὴν ἐμοῦ.
ἐγὼ δ᾽
ἐτόλμησ᾽· ἐξελυσάμην βροτοὺς
τὸ μὴ διαρραισθέντας εἰς Ἅιδου μολεῖν».
Ο κατακλυσμός του Δευκαλίωνα, όμως, όπως λέγει ο Νόννος στα «Διονυσιακά,
ραψωδία Στ’, σ. 206 – 370», έγινε από τον «ὑέτιο
Ζεύς» προς τιμήν του κατακερματισμένου εκ των Τιτάνων πρώτου Διονύσου, του υιού
του με την Κόρη Περσεφόνη : του «Ζαγρέος εὐκεράοιο».
Αλλά ας δούμε τι λέει ο Νόννος : ο κατακλυσμός του Δευκαλίωνα, λέγει ο Νόννος
στα «Διονυσιακά, ραψωδία Στ’, σ. 206 – 370», έγινε από τον «ὑέτιο Ζεύς» προς τιμήν του κατακερματισμένου εκ των
Τιτάνων πρώτου Διονύσου, του «Ζαγρέος
εὐκεράοιο» που είναι γιός του Διός
και της Κόρης Περσεφόνης. Αλλά ας δούμε τι λέει ο Νόννος :
«Ό πατήρ Ζεύς, τον τεμαχισμό του πρώτου Διονύσου
αντιλαμβανόμενος από την αντανάκλαση της μορφής επάνω στο δόλιο κάτοπτρο,
καταδίωξε με εκδικητικό πυρσό την μητέρα των Τιτάνων και του ομορφοκέρατου
Ζαγρέα τους φονιάδες τους φυλάκισε κλείνοντας την πύλη του Ταρτάρου. Από τα
δέντρα που καίγονταν μαραίνοταν η βλάστηση της θλιμέννης γης. Ανέφλεξε την
ανατολή, και με βέλος φλογερό έβαλε φωτιά στο ανατολικό Βάκτριο κατώφλι, ενώ με
τα Ασσύρια κύματα που περνούν από κοντά φλεγόταν η Κασπία θάλασσα και ο ινδικός
πορθμός. Από τα πυρωμένα κύματα του Ερυθρού κόλπου θερμαινόταν ο Άραβας Νηρέας.
Την δύση στο απέναντι μέρος της οδού της εξαφάνιζε με τον κεραυνό της αυγής ο
φλεγόμενος στοργικός πατέρας Ζευς. Και κάτω από το πέλμα του Ζέφυρου η
μισκοκαμμένη δυτική θάλασσα τίναζε προς τα έξω υγρό φως. Το ίδιο και οι
Αρκτικοί πορθμοί. Και η ράχη της βόρειας θάλασσας από την ίδια φλόγα χτυπημένη
πάφλαζε. Μα και του Νότου η μεσημβρινή γωνία, που βρίσκεται κάτω από την
χιονισμένη καμπή του Αιγόκερω, έβραζε από ακόμη πιο θερμό σπινθήρα φλογισμένη.
Ο Ωκεανός εκλιπαρούσε, χύνοντας ύδωρ από ποτάμια δάκρυα μέσα από τα υγρά του
βλέφαρα. Τότε πια ο Ζευς μαλάκωσε την οργή του και, καθώς είδε την γη να
κατατρώγεται από τον κεραυνό, την σπλαχνίστηκε και θέλησε με ύδωρ να ξεπλύνει τα
αποτεφρωμένα της λείψανα και την φλογισμένη πληγή της. Τότε ο βροχοφόρος Ζευς
έφερε κατακλυσμό σε όλη την γαία, αφού πρώτα γέμισε τον πόλο με πυκνά νέφη.
[…][…].Οι υδρορροές που βάσταγαν το ύδωρ του 7-πορου αιθέρος άνοιξαν, καθώς ο
Ζευς διέταξε βροχή. Του πολύφλοισβου κόλπου οι χαράδρες μούγκρισαν με
ορμητικότερους χείμαρρους. Οι λίμνες, του Ωκεανού, οι αποσπασθέντες θυγατέρες,
ξεχείλισαν. Οι κρουνοί εξακόντιζαν στον αέρα του Ωκεανού το επίπεδο ύδωρ, οι
βράχοι ψιλόβρεχαν. […][…] Τότε ο Δευκαλίων πέρασε τα υψωμένα ύδατα ναυτίλος
άφθαστος στων αιθέρων την ρότα. Μια Λάρνακα ήταν ο στόλος του που έπλεε σε δική
της πορεία και μόνη της κινιόταν σαν αυτόματη, διασχίζοντας τα μανιασμένα ύδατα
δίχως να βρίσκει λιμάνι. Τότε πια έγινε ο Κόσμος άκοσμος κι ο πάντροφος Αιών
διέλυσε την προαιώνια αρμονία του ανθρώπινου γένους. Μα κάτω από τα ένθεα
νεύματα του Διός ο κυανοχαίτης Ποσειδών χτύπησε με την τρίαινα, που την γαία
τέμνει, την μεσόμφαλο άκρη του Θεσσαλικού σκοπέλου (βουνού) και την έσχισε στα
δυο, και δια μέσου της χωρισμένης κορυφής χίμηξε το ύδωρ με αστραφτερούς
ιριδισμούς. Τίναξε κι η γη από πάνω της τα ύδατα της θεόσταλτης πλημύρας και
σήκωσε ξανά το κεφάλι. Κατρακυλούσαν τα αυλάκια του ύδατος σε βαθειές κρυψώνες
και φανερώθηκαν τα βουνά. Ο ήλιος έχυνε το διψασμένο φως του και στέγνωνε της
γης την υγρή επιφάνεια. Τα ύδατα έφευγαν μέσα σε κοινά αυλάκια, και χάρη σε
ακόμα πιο θερμές ακτίνες οι λάσπες ξεράθηκαν κι έγιναν όπως πρώτα. Η ανθρώπινη
τέχνη έχτισε πολιτείες στηριγμένες σε πέτρινα θεμέλια. Οικοδομήθηκαν κι ανάκτορα
και φτιάχτηκαν δρόμοι ασφαλείς στις νεόχτιστες πόλεις από τη νέα γενιά των
ανθρώπων. Η φύση γέλασε ξανά. Τα φτερά των πουλιών που πετούν μαζί με τους
δυνατούς ανέμους σπάθισαν και πάλι τον αέρα. - Ζεὺς δὲ πατήρ,
προτέροιο δαϊζομένου Διονύσου γινώσκων σκιόεντα
τύπον δολίοιο κατόπτρου, μητέρα
Τιτήνων ἐλάσας ποινήτορι
πυρσῷ Ζαγρέος εὐκεράοιο
κατεκλήισε φονῆας Ταρταρίῳ πυλεῶνι· καὶ
αἰθομένων ἀπὸ
δένδρων θερμὰ βαρυνομένης ἐμαραίνετο
βόστρυχα γαίης. ἀντολίην
δ᾽ ἔφλεξε, καὶ αἰθαλόεντι
βελέμνῳ αἴθετο Βάκτριον
οὖδας ἑώιον, ἀγχιπόροις
δὲ κύμασιν Ἀσσυρίοισιν
ἐδαίετο Κάσπιον ὕδωρ,
Ἰνδῷοί τε τένοντες·
Ἐρυθραίοιο δὲ κόλπου
ἔμπυρα κυμαίνοντος Ἄραψ θερμαίνετο
Νηρεύς. καὶ δύσιν ἀντικέλευθον ἑῷ πρήνιξε
κεραυνῷ Ζεὺς πυρόεις φιλότεκνος·
ὑπὸ Ζεφύροιο
δὲ ταρσῷ ἡμιδαὴς
σέλας ὑγρὸν ἀπέπτυεν ἑσπερὶς
ἅλμη … Ἀρκτῷοί
τε τένοντες· ὁμοφλεγέος δὲ
καὶ αὐτῆς πηγνυμένης πάφλαζε
Βορήια νῶτα θαλάσσης· καὶ
Νοτίου νιφόεσσαν ὑπὸ
κλίσιν Αἰγοκερῆος θερμοτέρῳ σπινθῆρι μεσημβρινὸς
ἔζεεν ἀγκών. καὶ
διεροῖς βλεφάροις ποταμήια δάκρυα λείβων
Ὠκεανὸς λιτάνευε χέων
ἱκετήσιον ὕδωρ· Ζεὺς
δὲ χόλον πρήυνε, βαρυνομένην
δὲ κεραυνῷ γαῖαν ἰδὼν ἐλέαιρε,
καὶ ἤθελεν ὕδατι νίψαι
λύματα τεφρήεντα καὶ ἔμπυρον
ἕλκος ἀρούρης. καὶ
τότε γαῖαν ἅπασαν ἐπέκλυσεν ὑέτιος Ζεὺς
πυκνώσας νεφέεσσιν ὅλον πόλον,
οὐρανίη δὲ βρονταίοις
πατάγοισι Διὸς μυκήσατο σάλπιγξ,
ἀστέρες ὁππότε
πάντες ἐνὶ σφετέροισι
μελάθροις κεκριμένοι δρόμον εἶχον,
ἐπεὶ τετράζυγι δίφρῳ Ἠέλιος σελάγιζε
λεοντείων ἐπὶ νώτων
ἱππεύων ἑὸν οἶκον· […][…] ἑπταπόρου δὲ
αἰθέρος ὑδατόεντες
ἀνωίχθησαν ὀχῆες
Ζηνὸς ἐπομβρήσαντος· ἐριφλοίσβοιο δὲ κόλπου
κρουνοῖς πλειοτέροισιν ἐμυκήσαντο
χαράδραι, ὑδρηλαὶ δὲ
θύγατρες ἀποσπάδες Ὠκεανοῖο λίμναι ἐκουφίζοντο, καὶ ἠέρι νέρτερον
ὕδωρ κρουνοὶ ἀκοντιστῆρες
ἀνέβλυον † Ὠκεανοῖο καὶ σκοπιαὶ
ῥαθάμιζον, […][…] καὶ τότε Δευκαλίων περόων ὑψούμενον ὕδωρ ναυτίλος ἦν ἀκίχητος, ἔχων πλόον ἠεροφοίτην, καὶ στόλος αὐτοκέλευθος ἄτερ ποδός, ἄμμορος ὅρμου, λάρνακος αὐτοπόροιο κατέγραφε δύσνιφον ὕδωρ. καί νύ κε κόσμος ἄκοσμος ἐγίνετο, καί νύ κεν ἀνδρῶν ἄσπορον ἁρμονίην ἀνελύσατο πάντροφος Αἰών· ἀλλὰ Διὸς ζαθέοις ὑπὸ νεύμασι Κυανοχαίτης Θεσσαλικοῦ σκοπέλοιο μεσόμφαλον ἄκρον ἀράξας γειοτόμῳ τριόδοντι διέσχισε, καὶ διὰ μέσσου ῥηγνυμένου πρηῶνος ἐχάζετο μέρμερον ὕδωρ· καὶ χύσιν ὑψικέλευθον ἀπωσαμένη νιφετοῖο γαῖα φάνη παλίνορσος· ἐλαυνομένων δὲ
ῥεέθρων εἰς
βυθίους κευθμῶνας ἐγυμνώθησαν
ἐρίπναι. καὶ
χθονὸς ὑγρὰ μέτωπα
χέων πολυδίψιον αἴγλην Ἠέλιος
ξήραινε· παχυνομένων δὲ ῥοάων θερμοτέραις ἀκτῖσιν
ἐχερσώθη πάλιν ἰλὺς οἷα πάρος. βροτέῃ δὲ τετυγμένα
μείζονι τέχνῃ ἄστεα
λαϊνέοισιν ἐνεστήρικτο θεμέθλοις,
δωμήθη δὲ μέλαθρα, νεοκτίστων
δὲ πολήων ἀρτιγόνοις
μερόπεσσιν ἐγυρώθησαν ἀγυιαί. καὶ φύσις
ἂψ ἐγέλασσε· συνιπταμένων
δὲ θυέλλαις ὀρνίθων
πτερύγεσσιν ἐρετμώθη πάλιν
ἀήρ».
Άρα, όπως θα διαπιστώσουμε και στην συνέχεια του κειμένου,
όχι μόνον η γένεση του Έλληνα, μυθολογικά, έλαβε χώρα μετά την εκ του Διός και
δια του κατακλυσμού του Δευκαλίωνα καταστροφή του χάλκινου γένους, την εποχή
που βασιλιάς στην Αττική ήταν ο Κραναός, και ταυτόχρονα με την ακολουθούμενη εκ
του Διός δημιουργία του ιερού γένους των Ηρώων το οποίο διήρκεσε οκτώ γενιές
μέχρι τα Τρωικά, αλλά και ο κατακερματισμός του Ζαγρέα έλαβε χώρα πριν την
εποχή του Κραναού!
Σε αυτό συνηγορούν τα όσα αναφέρει ο Πλάτωνας στον «Κριτία, 109.b.1
– 110.b.2», εκεί λέγεται ότι :
«Κάποτε οι θεοί έβαλαν σε κλήρο τις διάφορες περιοχές
όλης της γης και τις μοιράστηκαν μεταξύ τους, χωρίς τσακωμούς. Δεν θα ήταν
ασφαλώς σωστό να μην ξέρουν τι ανήκει στον καθένα τους ούτε να θέλουν να πάρουν
με έριδες κάτι, αν και ξέρουν ότι ανήκει σε κάποιον άλλο. Αφού λοιπόν έγινε η
διανομή με κλήρο, πήρε ο καθένας το μερίδιο του και κατοίκησαν στην περιοχή που
κέρδισαν. Κι όταν εγκαταστάθηκαν, σαν «νομῆς
ποίμνια, κτήματα καὶ θρέμματα ἑαυτῶν ἡμᾶς ἔτρεφον», χωρίς να
χρησιμοποιούν όμως σωματική βία, σαν τους ποιμένες που οδηγούν τα κοπάδια στην
βοσκή με χτυπήματα, αλλά επειδή ο άνθρωπος είναι ευκολοκυβέρνητο πλάσμα,
κατευθύνουν, όπως το πλοίο από την πρύμνη με το πηδάλιο, αγγίζοντας την ψυχή με
την πειθώ ανάλογα με τις διαθέσεις τους, και δίνοντας κατεύθυνση με ατό τον
τρόπο κυβερνούσαν όλους τους θνητούς. Άλλοι λοιπόν από τους θεούς, αφού πήραν
με κλήρο διάφορους τόπους, τους τακτοποίησαν. Στον Ήφαιστο και στην Αθηνά,
επειδή είχαν κοινή φύση, ως αδέλφια από τον ίδιο πατέρα, και είχαν την ίδια
κατεύθυνση στην σοφία και στις τέχνες, έτυχε να πέσει στον κλήρο αυτή εδώ η
περιοχή, η οποία από τη φύση της τους ταιριάζει και ήταν κατάλληλη για την
αρετή και την φρόνηση τους. Έφτιαξαν λοιπόν εκεί καλούς κατοίκους και τους
βοήθησαν να αντιληφθούν ποιος ήταν ο σωστότερος τρόπος για τη διακυβέρνηση της
πολιτείας τους. Τα ονόματα των ντόπιων εκείνης της εποχής έχουν διατηρηθεί
μέχρι σήμερα, έχουν χαθεί όμως τα έργα τους από τις πολλές καταστροφές που
έκαναν οι διάδοχοι τους και από τη φθορά του χρόνου. Όπως έχει αναφερθεί, όσοι
επιζούσαν μετά από κάθε κατακλυσμό ήταν αγράμματοι ορεσίβιοι, που είχαν ακούσει
μόνο τα ονόματα των παλαιών ηγετών αλλά γνώριζαν ελάχιστα πράγματα για τα έργα
τους. Έτσι, προτιμούσαν να δίνουν αυτά τα ονόματα στα παιδιά τους, αγνοούσαν
όμως τις αρετές και τους νόμους των προγενέστερων, εκτός από κάποιες ασαφείς
πληροφορίες που είχε τύχει να ακούσουν για τον καθένα. Και επειδή ακόμα οι
ίδιοι και τα παιδιά τους επί πολλές γενιές δεν είχαν τα αναγκαία μέσα για την
συντήρησή τους, σκέφτονταν συνεχώς για τα πράγματα που τους έλειπαν, χωρίς να
δίνουν καμία σημασία σε όσα είχαν συμβεί προηγουμένως τα περασμένα χρόνια. Οι
ιστορικές γνώσεις και η έρευνα του παρελθόντος ήρθαν και τα δύο στις πόλεις
αργότερα, όταν οι άνθρωποι είχαν εξασφαλίσει τα απαραίτητα για την ζωή τους,
και όχι πιο πριν. Με αυτό τον τρόπο διατηρήθηκαν τα ονόματα των αρχαίων αλλά
όχι και τα έργα τους. Αναφέρω αυτά συμπεραίνοντας από το ότι ο Σόλωνας
είπε πως οι Αιγύπτιοι ιερείς, περιγράφοντας τον πόλεμο εκείνης της εποχής,
δηλαδή ανάμεσα στους Αθηναίους και τους Ατλαντίνους, με αυτά ως επί το πλείστον
ονόμαζαν εκείνους, όπως του «Κέκροπός τε καὶ Ἐρεχθέως καὶ Ἐριχθονίου καὶ Ἐρυσίχθονος», καθώς και πολλά
άλλα που αναφέρονται σε ήρωες παλαιότερους από τον Θησέα».
Όπως βέβαια είπαμε, όπως υπάρχουν θεϊκοί ηγεμόνες για κάθε
μία, έτσι πρέπει να νοήσουμε έναν και μοναδικό θεό που προΐσταται της καθόδους
και της ανόδου, της ευγονίας και της δυσγονίας της διπλής εν τη γενέσει ζωής. Ο
θεός αυτός δεν είναι άλλος από τον Προμηθέα, για τον οποίο ο Πλάτων, στον
«Πρωταγόρα, 320.c – 322.d», λέει ότι είναι ο έφορος της ανθρώπινης ζωής, ενώ ο
Επιμηθέας της αλόγου φύσεως. Ο Προμηθέας τον οποίο οι Ορφέας & Ησίοδος
παρουσιάζουν – δια της κλοπής του πυρός και της στον άνθρωπο δόσεως – να
κατεβάζει την ψυχή από το νοητό εις την γένεσιν, καθώς κανονίζει ως
κύριος της ανθρώπινης περιόδου [ζωής] τις καλύτερες ή χειρότερες γενέσεις
Όμως, όπως είδαμε στο Ησιόδειο έργο «Έργα και Ημέρες, σ.
57-58», ο Δίας λέγει ότι στους ανθρώπους αντί πυρός θα δώσει κακό : δηλαδή
στους ανθρώπους που υποδέχτηκαν την άνωθεν κλαπείσα ψυχή που έπεσε εδώ κάτω, θα
δώσει κακό, την Πανδώρα, δηλαδή την άλογη ζωή, με την οποία θα χαίρονται και θα
ζούνε αγαπώντας το κακό τους. Γιατί η αλογία είναι κακό για την λογική. Είναι
όμως αναγκαία, προκειμένου η ψυχή να μην επικοινωνεί άμεσα με το σώμα!
Κατά αυτή την έννοια, και αφού η Πανδώρα είναι η άλογη ζωή,
η Πύρα είναι η θηλυκή & θνητή ψυχή, η άλογη ψυχή.
Άλλωστε ο Πρόκλος, στο «Υπόμνημα εις τα Ησιόδου Έργα και
Ημέρες, σ. 202 – 206», μας λέγει ότι ο ησιόδειος μύθος της Πανδώρας ανήγαγε την
αιτία των «ἐν ἀνθρώποις» κακών στο «θῆλυ τῆς ψυχῆς»
και στην «ἄλογον ζωὴν» την «ἐκ τῶν οὐρανίων
ἡμῖν προσπλασθεῖσαν»
[στην άλογη ζωή που μας προσδόθηκε από τα ουράνια]. Ενώ ο δεύτερος ησιόδειος
μύθος, αυτός που αναφέρεται στα 5 γένη, απέδωσε τα κακά στις κάθε λογής
μεταβολές των ανθρώπινων ζωών, μεταβολές οι οποίες συμβαίνουν λόγω της αλογίας,
καθώς εμείς ζούμε άλλοτε κατά Λόγο και άλλοτε κατά το άλογο.
Από την άλλη, και όπως εξηγεί ο Πρόκλος, στο «Υπόμνημα εις
τα Ησιόδου Έργα και Ημέρες, 383 – 387», η Πλειάδα Κελαινώ, είναι δύναμη
αρχαγγελική η οποία επιβαίνει στον αρχάγγελο της σφαίρας του πλανήτη Κρόνου.
Όμως, όπως λέγει ο Πρόκλος στο «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος»,
τόμος Α’ (συνέχεια), σ. 147.6 – 148.16», αναφερόμενος στου Αθηναίους του
Πλατωνικού μύθου της Ατλαντίδος, ο Φιλόσοφος Πορφύριος λέγει ότι ο Ήφαιστος
είναι ο τεχνικός Νους και η γη η Σεληνιακή σφαίρα. Γιατί λέει ότι αυτή
αποκαλείται αιθέρια γη από τους Αιγύπτιους. Υποστηρίζει, λοιπόν, ότι οι ψυχές
που έλαβαν υπόσταση από τον θεό και μετέχουν στον τεχνικό Νου σπέρνονται στο
σώμα της Σελήνης, επειδή εκεί ζουν οι τεχνικές ψυχές και έχουν σώματα που είναι
απόρροιες των αιθέριων σωμάτων. Τα 9.000 έτη των Αθηναίων τα αποδίδει σε αυτές
τις ψυχές υπό την εξής έννοια. Η περίοδος της ψυχής, όπως λέει, η οποία
ανεβαίνει και κατεβαίνει μέσα από τους πέντε πλανήτες, διαρκεί 10.000 έτη, για
να έχει κάθε πλανήτης 2.000 έτη, όχι όμως συναπτά. Ωστόσο ο χρόνος είναι
συναπτός προσθετικά. Γιατί ο χρόνος προστίθεται στον εαυτό του. Για αυτό και
όλες οι ζωές είναι 9, τις οποίες ο Πλάτων υπαινίσσεται με τα εννιάμερα των
νεκρών, και παρομοίως στα νεογέννητα μερικοί δίνουν τα ονόματα την ένατη ημέρα,
χρησιμοποιώντας χρονικές περιόδους που συμβολίζουν τη γέννηση και το θάνατο.
Στο συγκεκριμένο, λοιπόν, πλατωνικό μύθο, αυτόν της Ατλαντίδος, ο Πλάτων δεν
χρησιμοποίησε τον χρόνο των 10.000 ετών αλλά τον αριθμό των 9.000 ετών, προκειμένου
να δείξει ότι αυτοί για τους οποίους μιλάει είναι ακόμη στην γη και πλησιάζουν
την περίοδο των 10.000 ετών. Δηλαδή η ψυχή ζει άνω, νοητικά και Κρόνια [σύμφωνα
με τον Κρόνο, έχει Κρόνια ζωή σύμφωνα με τον πλατωνικό «Πολιτικό»] και
κατεβαίνει κατά πρώτον στην πολιτική ζωή, η οποία ανήκει στον Δία, έπειτα κινεί
το θυμικό και ζει φιλοτίμως. Και το θυμικό είναι Αρεϊκό. Μετά από αυτά
υποβαίνει στις επιθυμίες και στην Αφροδισιακή ζωή, τέλος προβάλει τους φυσικούς
λόγους που έφορός τους είναι ο «ἐντετακὼς Ἑρμῆς»
[ο φαλλικός]. Μέσω αυτών η ψυχή συνδέεται με το σώμα. Αντιστρόφως, μόλις λάβει
σώμα, πρώτα ζει φυτικά, καθώς είναι επόπτρια της τροφής και αύξησης του
σώματος, έπειτα επιθυμητικά, διεγείροντας τις γενεσιουργούς δυνάμεις, έπειτα
θυμικά, όταν ξεφύγει από αυτά και επιστρέψει στην φιλότιμη ζωή, έπειτα
πολιτικά, όταν μετριάσει τα πάθη, και τέλος νοητικά. Αν μάλιστα αποκατασταθεί,
ζει νοητικά και τα 10.000 έτη λαμβάνουν τέλος. «ἐν
ῇ γενέσει», όμως, ακόμα
και αν πολιτεύεται άριστα, ζει σύμφωνα με τον αριθμό που υπολείπεται κατά
χίλια, σύμβολο αυτού του αριθμού είναι το 9.000, που ταιριάζει στην άριστη
πολιτεία των Αθηναίων του Πλατωνικού μύθου της Ατλαντίδος.
Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι η ένωση του Προμηθέα με την
Πλειάδα Κελαινώ, προσδίδει στα όντα την έλλογη ζωή. Δηλαδή η Κελαινώ προσδίδει
στα όντα την έλλογη, νοητική ζωή.
Όπως εξηγεί ο Πρόκλος, στο «Υπόμνημα εις τα Ησιόδου Έργα και
Ημέρες, σ. 94 – 98», το πιθάρι είναι μια δύναμη της ειμαρμένης, η οποίας χωρά
όλα τα καλά και τα κακά πάθη το οποία απονέμονται στις ψυχές που εξέπεσαν στον
Κόσμο της γένεσης και λόγω των οποίων κάποιοι είναι εύμοιροι η κακόμοιροι.
Γιατί αυτό το πιθάρι περιέχει τα δύο πιθάρια που στην Ομηρική Ιλιάδα [στίχος
527-533, Ω΄ ραψωδία] είναι γεμάτα με τις «Κήρες» : «Γιατί δυο πίθοι κείνται
μπρός στο κατώφλι του Δία με όσα δώρα δίδει, ο ένας με τα κακά, κι έτερος
με τα αγαθά. Σε όποιον ανάμικτα δώσει ο Ζευς ο τερπικέραυνος, άλλοτε κακό του
τυχαίνει, κι άλλοτε εσθλά. Σε όποιον όμως τα λυπηρά μονάχα δώσει, ατιμασμένος
είναι, κι αυτόν κακή τον κυνηγά κατάρα πάνω στην δίια χθόνα, και παραδέρνει από
θεούς και από βροτού διωγμένος. – δοιοὶ γάρ τε πίθοι κατακείαται ἐν Διὸς
οὔδει δώρων οἷα δίδωσι κακῶν, ἕτερος δὲ
ἑάων· ᾧ μέν κ᾽ ἀμμίξας
δώῃ Ζεὺς τερπικέραυνος, ἄλλοτε μέν τε κακῷ ὅ γε κύρεται, ἄλλοτε
δ᾽ ἐσθλῷ· ᾧ
δέ κε τῶν λυγρῶν δώῃ, λωβητὸν
ἔθηκε, καί ἑ κακὴ βούβρωστις ἐπὶ χθόνα δῖαν ἐλαύνει, φοιτᾷ
δ᾽ οὔτε θεοῖσι τετιμένος οὔτε
βροτοῖσιν» λέει ο
Όμηρος. Για αυτό μέσα σε αυτό, στο πιθάρι, υπάρχουν και τα αγαθά. Και, όπως
λέγει ο Ησίοδος, απομένει μέσα του μόνο η Ελπίδα, η οποία φέρνει στους
δυστυχείς την παρηγοριά λόγω της προσδοκίας των καλύτερων και λόγω της
μεταβολής των παρόντων κακών. Η γυναίκα ανοίγει το πιθάρι, επειδή φανερώνει
στις ψυχές τις Κήρες που η ίδια παρέχει και που καθιστά αναγκαίες σε όσες ψυχές
έχουν γίνει άλογες εξαιτίας της, ενώ οι ψυχές σωφρονίζονται μετά την πτώση και
απομακρύνονται από αυτήν.
Ανακεφαλαιώνοντας θα πούμε ότι ο Προμηθέας
διευθέτει το αρσενικό, το έλλογο μέρος της ψυχής, το λογιστικό, ενώ ο
Επιμηθέας διευθέτει το άλογο μέρος της ψυχής – το επιθυμητικό. Η Πανδώρα, που
είναι η Άλογη ζωή – δια του πίθου που μεταφέρει, έσμιξε μαζί του και γεννήθηκε
η Πύρρα, δηλ. η θνητή & θηλυκή ψυχή, η άλογη ψυχή των όντων η οποία μετέχει
της άλογης πλέον ζωής, το επιθυμητικό μέρος της ψυχής, το πυρ που κινεί τα
σώματα. Ο δε Προμηθέας έσμιξε με την Πλειάδα Κελαινώ που είναι η έλλογη ζωή και
γεννήθηκε ο Δευκαλίωνας, δηλ. η αθάνατη ψυχή των όντων (το λογιστικό/νους της
ψυχής) που μετέχει νοητικής ζωής, που είναι φυγάς από την αυλή του πατρός της
Δία, «φυγάς θέοθεν και αλήτης», εξ ου και ο Δευκαλίωνας όταν σταμάτησε ο
κατακλυσμός, και η λάρνακα “έπιασε” στον Παρνασσό, «θύει Διὶ φυξίῳ - Θυσίασε στον Δία, τον
προστάτη των φυγάδων».
Μάλιστα ο Πρόκλος, στο «Υπόμνημα εις τα Ησιόδου Έργα και
Ημέρες, σ. 84-85», μας λέγει ότι ο Ερμής, στον ησιόδειο μύθο, ορθώς έχει
εκληφθεί ως εκείνος που φέρνει τις δυο ψυχές, την άλογη και την λογική, σε
επαφή με το σώμα. Γιατί κάθε αγγελιοφόρος είναι μεσολαβητής μεταξύ κάποιων
άλλων δύο, μεταφέροντας τη σκέψη του ενός στον άλλον. Και το άλογο μέρος είναι
ενδιάμεσο μεταξύ του σώματος και της λογικής ψυχής.
Ο Δευκαλίων έσμιξε με την Πύρρα και γεννήθηκε ο Έλλην :
ένα ον που αποτελεί την ένωση της αρσενικής/νοήμονος ψυχής και της
θηλυκής/άλογης ψυχής : ένα όν που προέκυψε ως η νέα «κορυφή» των εν τη γενέσει
όντων άμα την οντολογική πτώση που περιγράφει ο Σωκράτη στο Πλατωνικό
«Συμπόσιο, 189.d.5 – 193.a», εκεί δια στόματος Αριστοφάνη ο Πλάτων
αναφέρει τον μύθο των τέλειων όντων, των 3-ων γενών όντων που υπήρχαν κάποτε :
του τέλειου ανήρ, της τέλειας γυνής και του Ανδρόγυνου. Ο Έλλην φέρει τόσο την
Μαντική, δηλ. την διείσδυση στο «εν συνεχεία όλον», την ενόραση δηλ. που δόθηκε
στο επιθυμητικό μέρος της ψυχής, όσο και την νόηση & την επιστήμη της
αρσενικής ψυχής – την από τον Προμηθέα κλαπείσα «ἔντεχνον σοφίαν σὺν πυρί» : ο Προμηθέας «διὰ τούτης ἀνεγεῖρει [ανεβάζει] τὸ γνωστικὸν ἡμῶν καὶ διανοητικὸν εἰς τὴν τῶν Εἰδῶν θεωρίαν» [που και δια αυτής
ανεβάζει την γνωστική και διανοητική ικανότητά μας στην θέαση των Ιδεών]!
Συγγραφέας κειμένου : Κεφάλας Ευστάθιος
[2] Υπαρ=
ἀλήθεια, οὐκ ἐν ὀνείρῳ. τὸ μεθ᾽
ἡμέραν ὄναρ. οἷον φανερῶς,
ἀληθῶς ὑπάρχον. Ὕπαρ =
λέγει τὸ μεθ᾽ ἡμέραν ὄναρ·
ὡς ἐναργῶς ὑπάρχον,
ἀληθές. (Βλ. Λεξικό
Σουίδα). Υπαρ = Ἐγρήγορσις,
ὀπτασία ἀληθὴς, οὐκ
ἐν ὀνείρῳ· (Βλ. Μέγα Ετυμολογικό Λεξικό). ὕπαρ= τὸ μεθ᾽ ἡμέραν
ὄναρ. (Βλ. Λεξικό
Ησύχιου).
[3] Βλ.
Αισχύλου «Προμηθέας Δεσμώτης, σ. 1021 – 1025» και «Σχόλια στον Αισχύλο, 1022. 3
– 5» [T.L.G.].
[4] Μάλιστα
ο Προμηθέας, στην τραγωδία «Προμηθέας Δεσμώτης, σ. 442 – 468» του Αισχύλου,
λέγει: «τώρα τα πάθη των ανθρώπων να ακούσετε, πώς, ενώ πρώτα σαν τα
μωρά ήταν, νου τους έβαλα και φρένες·. κι όχι παράπονο μ’ αυτούς πως έχω,
μόνο για να σας δείξω την καλή προαίρεση μου. Και λοιπόν πρώτα έβλεπαν και
του κάκου έβλεπαν, άκουγαν και δεν άκουγαν, μα όμοιοι με ονείρων μορφές σ’
όλο το μάκρος της ζωής τους όλα τα πάντα έτσι ανάκατα σύγχυζαν, κι ούτε
προσήλια σπίτια από πλίθο ήξεραν, ούτε τα ξύλα να δουλεύουν, μα σ’ ανήλια
σπήλια χωσμένοι τρύπωναν σαν τ’ αχαμνά μερμήγκια. Και ούτε χειμώνα
γνώριζαν βέβαιο σημάδι, ούτε ανθοφόρας άνοιξης, ούτε του θέρους του
καρπερού κανένα, μα έτσι πορεύονταν με δίχως κρίση, ώσπου τους έδειξα των
άστρων τις αξεδιάλυτες ανατολές και δύσεις. Κι εγώ τον αριθμό, την πιο τρανή σοφία,
και των γραμμάτων τα συνθέματα τους βρήκα, της μνήμης, της μητέρας των
Μουσών, εργάτες. Κι έζεψα πρώτος στο ζυγό τα ζώα σκυμμένα κάτω από
ζεύγλες και σαμάρια, για να παίρνουν τους πιο μεγάλους πάνω τους κόπους του
ανθρώπου. Κι έδεσα χαλινόστεργα τ’ άλογα στο άρμα, της αρχοντιάς της
μεγαλόπλουτης καμάρι· και τα θαλασσοπλάνητα δε βρήκε άλλος πάρεξ εγώ λινόφτερα
του ναύτη αμάξια. – τἀν
βροτοῖς δὲ πήματα ἀκούσαθ᾽, ὥς
σφας νηπίους ὄντας τὸ πρὶν ἔννους
ἔθηκα καὶ φρενῶν ἐπηβόλους.
λέξω δέ, μέμψιν οὔτιν᾽ ἀνθρώποις ἔχων,
ἀλλ᾽ ὧν δέδωκ᾽
εὔνοιαν ἐξηγούμενος· οἳ πρῶτα μὲν
βλέποντες ἔβλεπον μάτην,
κλύοντες οὐκ ἤκουον, ἀλλ᾽
ὀνειράτων ἀλίγκιοι μορφαῖσι τὸν μακρὸν
βίον ἔφυρον εἰκῇ πάντα, κοὔτε
πλινθυφεῖς δόμους
προσείλους ᾖσαν, οὐ ξυλουργίαν· κατώρυχες δ᾽ ἔναιον ὥστ᾽ ἀήσυροι μύρμηκες ἄντρων
ἐν μυχοῖς ἀνηλίοις. ἦν
δ᾽ οὐδὲν αὐτοῖς οὔτε χείματος τέκμαρ οὔτ᾽
ἀνθεμώδους ἦρος οὔτε καρπίμου θέρους βέβαιον, ἀλλ᾽ ἄτερ
γνώμης τὸ πᾶν ἔπρασσον, ἔστε
δή σφιν ἀντολὰς ἐγὼ
ἄστρων ἔδειξα τάς τε δυσκρίτους
δύσεις. καὶ μὴν ἀριθμόν, ἔξοχον
σοφισμάτων, ἐξηῦρον αὐτοῖς,
γραμμάτων τε συνθέσεις,μνήμην ἁπάντων,
μουσομήτορ᾽ ἐργάνην. κἄζευξα πρῶτος ἐν ζυγοῖσι
κνώδαλα ζεύγλαισι δουλεύοντα σώμασίν θ᾽
ὅπως θνητοῖς μεγίστων διάδοχοι μοχθημάτων
γένοινθ᾽, ὑφ᾽ ἅρμα
τ᾽ ἤγαγον φιληνίους ἵππους, ἄγαλμα τῆς
ὑπερπλούτου χλιδῆς. θαλασσόπλαγκτα δ᾽ οὔτις ἄλλος
ἀντ᾽ ἐμοῦ
λινόπτερ᾽ ηὗρε ναυτίλων ὀχήματα».
[5] Γιατί,
όπως λέει ο Πρόκλος, «πᾶσα
τεχνικὴ ποίησις εἰδοποιός ἐστι καὶ κοσμητικὴ
τῆς ὑποκειμένης ὕλης» [πάσα δημιουργία της
τέχνης παρέχει Είδος και διακοσμεί την ύλη που αποτελεί το αντικείμενό της].
Αλλά ο Προμηθέας λαμβάνοντας πρόνοια, και έδωσε τις τέχνες στις ψυχές και τις
παράλαβε από τον Ήφαιστο και την Αθηνά (γιατί μέσα σε αυτούς τους θεούς
εμπεριέχεται η αιτία όλων των τεχνών, καθώς ο ένας παρέχει πρωταρχικά την
δημιουργική τους ιδιότητα, και η άλλη από ψηλά εκπέμπει σε αυτές τη γνωστική
και νοητική). Επειδή όμως χρειαζόταν όχι μόνο η ανεύρεση των τεχνών για τις
ψυχές μέσα στα γένη, αλλά και μια άλλη επιστήμη πιο τέλεια από αυτές, η
Πολιτική, η οποία μπορεί αυτές τις τέχνες και να τις βάλει μαζί και να τις
τακτοποιήσει και να οδηγήσει στη σύμφωνη με τον νου ζωή τις ψυχές μέσω της
αρετής, και επειδή ο Προμηθέας ήταν αδύνατον να μας παράσχει, καθώς μόνο στον
μέγιστο Ζευς πρωταρχικά βρίσκεται η «Πολιτική» [ὁ
δὲ Προμηθεὺς ταύτην πορίζειν ἡμῖν ἀδύνατος
ἦν, διότι δὴ παρὰ τῷ
μεγάλῳ Διὶ πρώτως ἐστὶν ἡ
πολιτική], ενώ ο Πλάτων λέει ότι «είναι αδύνατον στον Προμηθέα να εισέλθει
κρυφά στην Ακρόπολη του Διός – εἰς
τὴν τοῦ Διὸς ἀκρόπολιν
παρελθεῖν οὐχ οἷόν τε εἶναι»
(διότι υπάρχουν φοβερές φρουρές του Διός, οι οποίες τον διαφυλάσσουν εξηρημένο
όλων των επιμέρους αιτίων), στέλνει ο Ζευς στους ανθρώπους τον Ερμή ως
αγγελιοφόρο φέρνοντας την φρόνηση και την αιδώ και γενικά την πολιτική
επιστήμη, και τον διατάσει να παραδώσει το ίδιο σε όλους αυτή την αρετή [ἐπὶ πάντας νεῖμαι]
και σε όλους να μοιράσει τη γνώση των δίκαιων, των καλλών και των αγαθών, αλλά
όχι διαιρεμένα, όπως ακριβώς τις διάφορες τέχνες τις μοιράστηκαν και
διαφορετικοί άνθρωποι και άλλοι από τους ανθρώπους είναι επιγνώμονες αυτών
[ειδικοί], ενώ άλλοι είναι αμαθείς είτε από όλες τις τέχνες είτε από μερικές.
Διευκρινίζει δε ο Πρόκλος, στο «Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας, τόμος Ε’,
123.19 – 124.14», ότι ο Πλάτων στον μύθο του πλατωνικού «Πρωταγόρα»,
υποδεικνύοντάς μας «τὴν ἐξῃρημένην τοῦ
Διὸς περιωπὴν» και την «ἀμιγῆ ὑπεροχήν»
της ουσίας από όλα τα κατώτερα, λόγω της οποίας και είναι «ἄβατός καὶ ἀνέκφαντος» στα επιμέρους γένη των θεών, «ανάγει
την αιτία στην αδιάφθορη φρουρά του και στην φρουρητική τάξη γύρω από αυτόν - ἐπὶ <τὴν>
ἄτρεπτον αὐτοῦ φυλακὴν
καὶ τὴν περὶ αὐτὸν φρουρητικὴν τάξιν ἀναφέρει τὴν αἰτίαν». Γιατί λόγω αυτής της αιτίας όλες οι
δημιουργικές δυνάμεις είναι σταθερά εδραιωμένες μέσα στον εαυτό τους, και όλα
τα Είδη που βρίσκονται στην κορυφαία υπεροχή στέκονται εξηρημένα από τα
κατώτερά τους, και «ὅλος ὁ δημιουργικὸς νοῦς ἐν
τῷ ἑαυτοῦ μένει κατὰ
τρόπον ἤθει» όπως λέγει ο
Πλάτων στον «Τίμαιο, 41.e». Γιατί, λέει, «αἱ
τοῦ Διός φυλακαὶ φοβεραὶ» είναι για τα πάντα, και για αυτό αυτά τα γένη
των θεών, ένας εκ των οποίων είναι και ο Προμηθεύς, από εκεί συνδέονται με τις
άχραντες και Ολύμπιες δυνάμεις του δημιουργού & πατέρα, και όχι έτσι όπως
είναι [οὐχ οἷά τέ ἐστιν]. Ξεκάθαρα, λοιπόν ο ίδιος ο Σωκράτης με
μύθο μας παραδίδει «τὴν
περὶ τὸν δημιουργὸν φυλακήν» και μας δείχνει ότι
το φρουρητικό γένος έχει λάβει υπόσταση μαζί με τους νοητικούς θεούς. Γιατί
όπως η πανάρχαια Ελληνική παράδοση λέγει ότι η δημιουργική βαθμίδα περικλείεται
από μια «πρηστηρίδι φρουρᾷ»,
έτσι και ο Πλάτων λέει ότι γύρω από αυτήν έχουν εγκατασταθεί φρουρές οι οποίες
φρουρούν ακλόνητα την εξηρημένη υπεροχή του δημιουργού & πατέρα από όλα τα
κατώτερα.
[6] Η
διαλεκτική, όχι των περιπατητικών αλλά του θεϊκού Πλάτωνα, έχει γεννήτορα τον
νου και είναι η τρίτη μορφή γνώσης που ανεβαίνει μέχρι το ανυπόθετο Ένα μέσα
από όλα τα Είδη. Με βάση την από την πρόοδο των όλων δημιουργεί την μέθοδο της
διαίρεσης, με βάση τη συγκέντρωση καθενός προς την περίληψη μίας ιδιότητας
δημιουργεί την μέθοδο του ορισμού. Με βάση την επάλληλη παρουσία των Ειδών,
λόγω της οποίας το καθετί είναι ότι είναι και μετέχει των υπολοίπων Ειδών,
δημιουργεί τη μέθοδο της απόδειξης. Και, βάσει της επιστροφής των πάντων στο
Ένα και στις οικίες του αρχές, γεννά την μέθοδο της ανάλυσης. Αυτή λοιπόν την
γνώση ο Σωκράτης στην Πλατωνική «Πολιτεία, 534.e» την ονομάζει διαλεκτική και
την τοποθετεί ανάμεσα στην επιστήμη και στην νόηση. Την όρισε δε ως το
«επιστέγασμα των μαθηματικών – θριγκὸς
τοῖς μαθήμασιν ἡ διαλεκτικὴ», ενώ στην «Επινομίδα, 992.a»
την αποκαλεί κοινό δεσμό τους – «δεσμὸς
γὰρ πεφυκὼς πάντων τούτων εἷς ἀναφανήσεται διανοουμένοις». Γιατί από αυτή και ο
γεωμέτρης και οποιοσδήποτε άλλος επιστήμονας θα πάρει την θεωρία για τις δικές
του αρχές, θεωρία η οποία ξαναενώνει τις πολλές αρχές που διαιρέθηκαν από την
μία αρχή των πάντων. Ότι το Ένα υπάρχει σε όλα τα όντα και ότι αντιστοιχεί στο
σημείο της γεωμετρίας, στη μονάδα της αριθμητικής και στο πιο απλό στοιχείο
κάθε επιστήμης, το αποδεικνύει κάθε επιστήμη παράγοντας από το απλό στοιχείο
της όσο εμπίπτουν στον τομέα της. Όμως καθένα από αυτά τα απλά στοιχεία λέγεται
και είναι μια συγκεκριμένη αρχή, ενώ η αρχή όλων των όντων είναι η γενική αρχή.
Και μέχρι αυτό ανεβαίνει η ύψιστη των επιστημών.
[7] Ο
Πλωτίνος στις «Εννεάδες, 4.3.9. 3 – 12» λέει ότι: «Ο τρόπος εισόδου της ψυχής
στο σώμα είναι διττός. Ο ένας είναι όταν η ψυχή υπάρχει ήδη στο σώμα και
αλλάζει σώματα ή από ένα αέρινο ή πύρινο σώμα περνάει σε ένα γήινο, διαδικασία
που οι άνθρωποι δεν ονομάζουν μετενσωμάτωση, διότι το σώμα από το οποίο έγινε η
είσκριση [είσοδος] είναι αφανές. Ο άλλος τρόπος είναι η μετάβαση από το ασώματο
σε οποιασδήποτε μορφής σώμα, που θα ήταν βέβαια για την ψυχή η πρώτη
επικοινωνία με το σώμα – Επεὶ
τοίνυν διττὸς ὁ τρόπος τῆς εἰς σῶμα
ψυχῆς εἰσόδου—ἡ μὲν
γὰρ γίνεται ψυχῇ ἐν σώματι οὔσῃ τῇ τε μετενσωματουμένῃ
καὶ τῇ ἐκ σώματος ἀερίνου
ἢ πυρίνου εἰς γήινον γινομένῃ, ἣν δὴ
μετενσωμάτωσιν οὐ
λέγουσιν εἶναι, ὅτι ἄδηλον τὸ
ἀφ᾽ οὗ
ἡ εἴσκρισις, ἡ δὲ ἐκ
τοῦ ἀσωμάτου εἰς ὁτιοῦν
σῶμα, ἣ δὴ καὶ
πρώτη ἂν εἴη ψυχῇ κοινωνία σώματι—ὀρθῶς ἂν ἔχοι
ἐπισκέψασθαι περὶ ταύτης, τί ποτέ ἐστι τὸ γινόμενον πάθος τότε, ὅτε ψυχὴ
καθαρὰ οὖσα σώματος πάντη ἴσχει περὶ αὐτὴν
σώματος φύσιν».
[8]Ο
Ιαπετός, όπως λέγει ο Πρόκλος, στο «Υπόμνημα εις τα Ησιόδου Έργα και Ημέρες,
50», είναι νοητικός θεός, αίτιος πάσης της ιπτάμενης και ταχύτατης κίνησης του
ουρανού. «παρὰ τὸ ἴεσθαι καὶ
πέτεσθαι», δηλαδή από το ρήμα ορμώ και πετάω.
[9] Όπως
εξηγεί ο Πρόκλος, στο «Υπόμνημα εις τα Ησιόδου Έργα και Ημέρες, 383 – 387», ο
Άτλαντας σηκώνει τον ουρανό και ο ίδιος με μια συνοχή στηρίζει τους κίονες “που
χωρίζουν την γαία και τον ουρανό”, καθώς έχει λάβει δυνάμεις που διαχωρίζουν
τον ουρανό και την γη, δυνάμεις λόγω των οποίων ο ουρανός μένει χωριστός από
την γαία και περιστρέφεται στον παντοτινό χρόνο γύρω από την γαία, ενώ αυτή
μένει σταθερή στο κέντρο και γεννά μητρικά όλα όσα γεννά πατρικά ο ουρανός.
Γιατί αυτές τις δυνάμεις, οι οποίες διατηρούν απαρέγκλιτα τη διάκριση μεταξύ
των δυο, τις αποκάλεσε «κίονες, που χωρίζουν γαία και ουρανό». Αυτό σημαίνει
ότι ο ουρανός και η γαία μένουν αιώνια χωριστά το ένα από το άλλο και δεν
αναμειγνύονται μεταξύ τους ποτέ. Ως τέκνα του Άτλαντα αναφέρονται οι Πλειάδες,
που είναι επτά : η Μαία, η Ταϋγέτη, η Ηλέκτρα, η Στερόπη – Αστερόπη, η Κελαινώ, η
Αλκυόνη και η Μερόπη. Όλες αυτές είναι δυνάμεις αρχαγγελικές, οι οποίες
επιβαίνουν στους αρχαγγέλους των επτά σφαιρών, η Κελαινώ της σφαίρας
του Κρόνου, η Στερόπη – Αστερόπη της σφαίρας του Δία, η Μερόπη της σφαίρας
του Άρη, η Ηλέκτρα της σφαίρας του Ήλιου, η Αλκυόνη της σφαίρας της
Αφροδίτης, η Μαία της σφαίρας του Ερμή και η Ταϋγέτη της σφαίρας
της Σελήνης. Αυτή η ενιαία σύνταξη των επτά σφαιρών έχει τοποθετηθεί
μέσα στους απλανείς ως «ἄγαλμα
ἐνουράνιον» το οποίο
ονομάζουμε Πλειάδα και είναι άστρο εμφανές. Το άστρο αυτό είναι «κατεστηριγμένον»
εντός του αστερισμού του Ταύρου και κατά τις ανατολές και τις δύσεις του
προκαλεί πάμπολλη μεταβολή στην ατμόσφαιρα.
[10] Το
Χάλκινο γένος, που είναι το τρίτο στην σειρά, αναλογεί, μας λέγει ο Πρόκλος στο
«Εις τας Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα, τόμος Β’ [συνέχεια], 76. 10 – 16», στην
άλογη και φανταστική ύπαρξη, διότι και η φανταστική εντύπωση είναι νους που
μορφοποιεί, όχι όμως καθαρός, όπως ακριβώς και ο χαλκός που δίνει την εντύπωση
πως έχει το χρώμα του χρυσού, περιέχει όμως άφθονο το γήινο στοιχείο, παρόμοιο
και συγγενικό προς τα στερεά και αισθητά. Το χάλκινο γένος, και για τον Ησίοδο
εξάλλου, σταθεροποιεί το οικείο του είδους ζωής ακριβώς στη σύμφωνη με τον Λόγο
ενέργεια και μόνο, την οποία δηλώνει συμβολικά ο χαλκός, κατά τον ποιητή, ο
οποίος λέγει ότι εκείνοι που τοποθετήθηκαν στο γένος τούτο από τον Δία
πραγματοποιούν όλες τις τεχνικές τους δραστηριότητες και όλες τις πολεμικές
τους ενέργειες χρησιμοποιώντας τον χαλκό.
[11] Το
γένος των ημιθέων, μας λέγει ο Πρόκλος στο «Εις τας Πλάτωνος Πολιτείας
Υπόμνημα, τόμος Β’ [συνέχεια], 76.23 – 77.4», που είναι το τέταρτο στην σειρά,
στρέφει τον Λόγο συνολικά προς την κατ’ ενέργεια [πρακτική] ζωή, ενώ λαμβάνει
επίσης λόγω του πάθους, και κάποια άλογη κίνηση και ορμή κατά τις πράξεις,
επιδιδόμενο έτσι σε αυτές με περισσότερη προθυμία. Για αυτό επομένως και ο
ποιητής δεν παραχώρησε στο γένος τούτο κάποιο ιδιαίτερο μέταλλο με τη σκέψη ότι
έχει τους χαρακτήρες του πριν και του μετά από αυτό γένους, όντας πραγματικά
γένος ημιθέων, διότι με τον Λόγο, στον οποίο έλαχε θεϊκή ουσία, συνέμειξε την
θνητή ζωή του πάθους. Τη μεγαλοπρέπεια και την επιτυχία που έχει το γένος τούτο
στα έργα του την προσφέρει ο Λόγος, ενώ την ενεργητική η παθητική δράση μέσω
της ταύτισης ή της αντίθεσης των αισθημάτων του την προσδίδει το πάθος στη
συνύφανση του με τον Λόγο.